Το ότι έχει φύγει από τα ραντάρ του δημόσιου ενδιαφέροντος δεν σημαίνει ότι έχει παρέλθει ως γεγονός ή λυθεί ως πρόβλημα: ο λόγος για το Brexit, που, παρά την «οριστικοποίησή» του με τη συμφωνία της τελευταίας στιγμής του 2019 και την, έκτοτε, αμφίπλευρη προσπάθεια να δοθεί εικόνα «business as usual», συνεχίζει να εκκρεμεί, να απασχολεί, να προβληματίζει και να επηρεάζει και τη βρετανική και τις ευρωπαϊκές οικονομίες.

Μια σειρά από εξελίξεις, που άρχισαν από την πρώτη, κυριολεκτικά, μέρα της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου (την 1η Ιανουαρίου 2021 η κυβέρνηση Τζόνσον αρνήθηκε να αποδώσει πλήρες διπλωματικό καθεστώς στον εκπρόσωπο της Ένωσης στο Λονδίνο) και συνεχίζονται αδιάλειπτα ως σήμερα, μας θυμίζουν την ύπαρξη και τις δυσκολίες του ζητήματος.

Τα πιο πρόσφατα επεισόδια έχουν να κάνουν με τη «μάχη των εμβολίων», που οδήγησε σε αθέτηση υποχρεώσεων εκ μέρους φαρμακευτικών εταιριών και στο μεγάλο φάουλ στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή φαν ντερ Λάιεν απειλώντας –έστω προσωρινά- ότι δεν θα άφηνε άλλες παρτίδες φαρμάκων να περάσουν τη Μάγχη. Tiς αναταράξεις σχετικά με το τμήμα εκείνο της Συμφωνίας που ρυθμίζει τις σχέσεις με την Ιρλανδία και που το Ηνωμένο Βασίλειο γνωρίζει –γνώριζε από την αρχή- ότι είναι εξόχως προβληματικό και ζητά παράταση της μεταβατικής προθεσμίας, η Ιρλανδία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν συζητούν καν αλλαγή του και οι «σκληροί ενωτιστές» (Unionists) της Βόρειας Ιρλανδίας αντιλαμβάνονται –ορθά αλλά κατόπιν εορτής- ότι οδηγεί σε ντε φάκτο «διαμελισμό» του νησιού και απειλούν ότι θα το προσβάλλουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Tα πρακτικά προβλήματα που έχουν ήδη εμφανιστεί στα σύνορα και στο εμπόριο με τελωνειακούς-γραφειοκρατικούς ελέγχους, καθυστερήσεις και μία μείωση των βρετανικών εξαγωγών στην ΕΕ του ύψους του 68% σε σχέση με τον περσινό Ιανουάριο (στοιχεία Guardian, 6-2-21. Kαι το καθαρά οικονομικό-διαπραγματευτικό πεδίο, ενόψει της ανάγκης να συναφθεί κάποια ειδική συμφωνία για τις χρηματο-οικονομικές υπηρεσίες, που αυτή τη στιγμή βρίσκονται, με μεγάλες επιπτώσεις, ιδίως για τη Βρετανία, στον αέρα. Στο τελευταίο αυτό μέτωπο, ήδη το Άμστερνταμ ξεπέρασε το Λονδίνο σε όγκο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και μια σειρά από αβέβαιες «μάχες», παρά τις εκατέρωθεν διακηρύξεις για «φιλικό διαζύγιο», είναι μπροστά.

Η πρώτη και πιο επείγουσα έχει σχέση με το περίφημο «διαβατήριο», τη δυνατότητα δηλαδή που αυτή τη στιγμή οι αδειοδοτημένες στη Βρετανία εταιρίες χρηματοπιστωτικών εταιριών ΔΕΝ έχουν, να προσφέρουν και να εκτελούν υπηρεσίες σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι χωρίς ειδική πρόβλεψη στη Συμφωνία Αποχώρησης, για να υπάρξει εκ νέου αυτή η πρόσβαση θα έπρεπε τα μέρη να περάσουν από την αργή και βαριά διαδικασία της «ισοδυναμίας» (equivalence), της κρίσης δηλαδή, με ευρέα κριτήρια και κατά διακριτική ευχέρεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υποβοηθούμενης από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κεφαλαιαγορών (ESMA), ότι η Βρετανία πληροί τα «ενωσιακά εχέγγυα» για την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Γύρω από αυτό το ζήτημα παίζεται ένα πολιτικό κυρίως παιχνίδι –γιατί κατ’ ουσίαν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το μεγαλύτερο ως χτες χρηματιστηριακό κέντρο της Ευρώπης και η Επιτροπή-επόπτης (FCA) με τη μεγαλύτερη συμβολή στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί κεφαλαιαγορών, ιδίως της περίφημης MIFID, αγνοεί ή δεν σέβεται τους νομικούς και πρακτικούς κανόνες.

Αυτό ήταν ωστόσο το, επίσης γνωστό εξαρχής, τίμημα μιας μη-συμφωνίας, που τώρα συμβάλει στην απομάκρυνση εταιριών από το Λονδίνο και την αδειοδότηση «θυγατρικών» των βρετανικών εταιριών σε άλλες χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας, για την απόκτηση «διαβατηρίου».

Το δεύτερο ζήτημα, τεχνικότερο αλλά πολύ ευαίσθητο, ιδίως για τη Βρετανία, αφορά την εκκαθάριση (clearing) των παράγωγων προϊόντων (derivatives), τομέα στον οποίο το Σίτι του Λονδίνου είχε μακράν κυρίαρχο ρόλο, καθώς εξυπηρετεί περίπου το 90% των σχετικών συναλλαγών.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια χειρονομία καλής θέλησης αλλά και ανάγκης, μέχρι να αναπτυχθεί κατάλληλη υποδομή εκκαθάρισης εκτός Βρετανίας, έδωσε τη δυνατότητα στις ευρωπαϊκές τράπεζες να έχουν πρόσβαση σε εδρεύοντες στη Βρετανία οίκους εκκαθάρισης έως τα μέσα του 2022.

Παράλληλα, ανακοίνωσε ότι «αναμένει» από τις ευρωπαϊκές τράπεζες να μειώσουν σταδιακά την έκθεσή τους σε αυτούς τους οίκους και να «μετακινήσουν» όλες τις συναλλαγές τους σε ευρώ εκτός Βρετανίας ως το τέλος της μεταβατικής περιόδου. Κάτι που θα αποτελέσει –ή μάλλον αποτελεί ήδη, αν κρίνουμε από ιδιαίτερα αυστηρές πρόσφατες δηλώσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας και πρώην Προέδρου της FCA, που έκανε λόγο για «επικίνδυνη όξυνση» (serious escalation) αν η Επιτροπή επιμείνει σε αυτή τη στρατηγική της- αιτία πολέμου για τη βρετανική οικονομία, που προβλέπει να χάσει, αν συμβεί αυτό, περίπου το 75% μιας μπίζνες που υπολογίζεται σε 83 τρισεκατομμύρια ευρώ (στοιχεία των Financial Times, 24-2-2021).

Το τρίτο και συνολικότερο πεδίο, που θα έχει άμεσο αντίκτυπο στις εν γένει σχέσεις ΕΕ-ΗΒ στο χρηματοπιστωτικό τομέα, όταν ηρεμήσουν τα πράγματα, έχει σχέση με την κατεύθυνση που θα θελήσει να πάρει το ίδιο το Σίτι του Λονδίνου. Παρακολούθηση και «διακριτική εναρμόνιση» με τις ενωσιακές νομοθετικές πρωτοβουλίες, συνεργασία σε καλή πίστη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις άλλες χώρες μέσω τομεακών και εποπτικών «Μνημονίων» (Memorandums of Understanding-MOUs), έμφαση του «νέου Σίτι» σε υπηρεσίες υψηλής τεχνολογικής προστιθέμενης αξίας (FinTech) –αν επικρατήσει αυτή η εκδοχή, θα προοιωνίζεται καλές, και πάντως όχι συγκρουσιακές, σχέσεις. Πλήρης διάθεση «ανεξαρτητοποίησης» της βρετανικής αγοράς κεφαλαίων από την ευρωπαϊκή και στροφή του Λονδίνου σε ένα μοντέλο «Singopore-on-Thames», δηλαδή ενός είδους φορολογικού παραδείσου στο κέντρο της Ευρώπης, θα σημάνει ανταγωνισμό έως εξόντωσης με όλα τα μέσα –νομικά, πολιτικά, οικονομικά.

Ποιος είπε ότι το παιχνίδι έχει τελειώσει, ή έστω κριθεί;