Στην πιο πρόσφατη Ιστορία ξεχωρίζει η εποχή Σημίτη, μετά το επεισόδιο στα Ίμια το 1996, μέσα στην ίδια τετραετία μπήκαμε σε ήρεμα νερά και το 1999 η Ελλάδα… έκανε τη στροφή, αποδέχτηκε και υποστήριξε την ιδέα ότι θα ήταν μια καλή λύση να μπουν οι γείτονες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που φυσικά ούτε έγινε, ούτε και θα γινόταν ποτέ έτσι όπως εξελίχθηκε η κατάσταση στην Τουρκία. Έπειτα ήρθε ο Γιώργος Παπανδρέου που είχε ξεκινήσει τα… ζεϊμπέκικα της φιλίας με τους απέναντι από την εποχή που ήταν υπουργός Εξωτερικών κι έτσι φτάσαμε πια το 2004 στην εποχή Κώστα Καραμανλή, που έγινε ένας από τους τρεις μάρτυρες στον πολιτικό γάμο της κόρης του Ερντογάν και «βαφτίστηκε» κουμπάρος του. Όχι ότι κερδίσαμε κάτι παραπάνω από μερικούς μήνες ηρεμίας.

Από τα μνημόνια και μετά η συμπεριφορά του Τούρκου ηγέτη άλλαξε, έγινε επιθετικός προς εμάς είτε για δικούς του, μη σχετικούς με την Ελλάδα λόγους, είτε γιατί θεώρησε ότι η Ελλάδα αποδυναμώθηκε και μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει.

Κι έτσι φτάσαμε σε μια άκρως προκλητική εμφάνισή του στην Αθήνα το 2017, κατά την επίσκεψη και συνάντησή του με τον Πρόεδρο Παυλόπουλο και τον πρωθυπουργό Τσίπρα. Το 2020 ακολούθησαν τα δύο πιο «άγρια συμβάντα» μεταξύ των δύο χωρών μετά τα Ίμια, επί εποχής Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο υβριδικός πόλεμος στον Έβρο, τον Ιανουάριο του 2020, όπου ο Ερντογάν «πέταγε» κατά χιλιάδες μετανάστες στα χερσαία σύνορά μας για να πιέσει εμάς και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και το θερμό επεισόδιο, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, με την «επακούμβηση» ενός δικού τους πολεμικού πλοίου από δικό μας σε ελληνικά χωρικά ύδατα.

Και στις δύο περιπτώσεις «δεν του πέρασε», οι προκλήσεις γύρισαν πίσω και επιπροσθέτως η Ελλάδα από τότε έως σήμερα έχει προχωρήσει σε μια σειρά από σημαντικούς εξοπλισμούς στον αέρα με τα Rafale και στη θάλασσα με τις Belharra, που πιθανότατα έστω και ψυχολογικά άλλαξαν το κλίμα και την τεράστια ανισορροπία στην αμυντική ισχύ που υπήρχε μεταξύ των δύο χωρών μέχρι πρότινος.

Από τότε μεσολάβησαν γεγονότα όπως ο καταστροφικός σεισμός στην Τουρκία, η πανδημία (σε όλο τον κόσμο), αλλά και οι νικηφόρες εκλογές και για τους δύο ηγέτες και σήμερα φτάσαμε σε ένα «ιδανικό» σκηνικό Ελλάδας – Τουρκίας, που η μία δήλωση καλής πρόθεσης διαδέχεται την άλλη, κυρίως από την πλευρά του Τούρκου προέδρου. Οι λόγοι είναι πολλοί, πιθανότατα και πάλι μη σχετιζόμενοι μόνο με τη βελτίωση της αποτρεπτικής ικανότητας της Ελλάδας, αλλά σίγουρα και με τη διπλωματική της εικόνα στην Αμερική και την Ευρώπη. Ο Ερντογάν ασφαλώς και θέλει να βελτιώσει τη σχέση του με τη Δύση, κυρίως με την Ουάσινγκτον, αφού έχει κάνει… ό,τι μπορεί για να τη χαλάσει με τη στάση του υπέρ των Ρώσων εδώ και δύο χρόνια, αλλά και με τη Χαμάς προσφάτως.

Το ελληνοτουρκικό ειδύλλιο δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς πόσο ακριβώς θα κρατήσει, αν θα είναι μερικούς μήνες ή και κάτι περισσότερο, κι αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά η ελληνική πλευρά και φυσικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ως τότε, όμως, και με δεδομένο ότι αυτή η σχέση μεταξύ των δύο χωρών δεν μπορεί ποτέ να «τελειώσει» γιατί απλούστατα συνορεύουν, άρα θα έχουν πάντοτε διαφορές μεταξύ τους, μπορούν να γίνουν αρκετά. Ανάμεσα στα τρέχοντα αλλά πολύ κρίσιμα και σοβαρά θέματα όπου οι δύο πλευρές μπορεί να συνεργαστούν είναι το Μεταναστευτικό. Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι, αν θέλει να το κάνει, θα το κάνει, δηλαδή θα περιορίσει δραστικά τις ροές των μεταναστών που φτάνουν ως τα παράλιά της και από εκεί στην Ελλάδα ή και αλλού, χωρίς φυσικά να μπορεί να ελέγξει απόλυτα αυτές τις ροές που είναι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες σε όλη την ενδοχώρα της. Ο Μητσοτάκης το ζήτησε μετ’ επιτάσεως από τον Ερντογάν στη συνάντηση της Πέμπτης κι εκείνος απάντησε θετικά ότι θα το κάνει, θα ελέγξει παραπάνω τις μεταναστευτικές ροές, κάτι το οποίο φυσικά έχει γίνει εν μέρει και σε σχέση με το καλοκαίρι όπου τα πράγματα είχαν ξεφύγει, κυρίως, στον Έβρο. Το άλλο τρέχον και φλέγον ζήτημα που ο ίδιος ο Ερντογάν έθιξε -αφού έφυγε από την Ελλάδα- στους Τούρκους δημοσιογράφους ήταν οι αερομαχίες του Αιγαίου μεταξύ των δύο χωρών και μάλιστα ευχήθηκε να σταματήσουν. Μακάρι γιατί είναι ένα γεγονός που πραγματικά συμβαίνει δεκαετίες, με αρκετά θύματα και από τις δύο πλευρές.

Από εκεί και πέρα η συζήτηση… πάει στα βαθιά και μακριά, καθώς Ελλάδα και Τουρκία θα συνεχίσουν τις συζητήσεις για την υφαλοκρηπίδα, την ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με σκοπό την κατάληξη στη Χάγη έπειτα από πολυετείς και μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις και με πιθανότητες να συνεχίσουν αυτές για πολλά χρόνια ακόμα, χωρίς βεβαιότητα στο αποτέλεσμα. Είναι, όμως, αναγκαίο να τονιστεί ότι η πολιτική του win-win (ή καζάν-καζάν) θα πρέπει να αποτελεί στόχο και προτεραιότητά μας, και από αυτή τη σκοπιά η πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν ήταν ένα «καλό επεισόδιο» στο έργο των ελληνοτουρκικών σχέσεων που δεν τελειώνει ποτέ.