Το κυριότερο πολιτικό θέμα του κεντροαριστερού πολιτικού χώρου που τίθεται στη σημερινή συγκυρία, είτε ευθέως είτε υποδορίως, αφορά στην ενδεχόμενη συγχώνευση του ΚΙΝ.ΑΛ. με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κεντρικό επιχείρημα για την προτεινόμενη συγχώνευση εστιάζει στην ύπαρξη ενός κοινού παρονομαστή μεταξύ τους. Αυτοί που επικαλούνται τον κοινό παρονομαστή βασίζουν το επιχείρημά τους στο προοδευτικό πολιτικό πρόγραμμα των δύο κομμάτων. Αλλά το ΚΙΝ.ΑΛ., ως ΠΑΣΟΚ, έχει πολιτικά πεπραγμένα που συγκροτούν καθαρά την προοδευτική του φυσιογνωμία: εξισορρόπησε κοινωνικά την Ελλάδα και την οδήγησε σε ταχεία διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης με κύριο εργαλείο την αύξηση του δημόσιου χρέους στην πρώτη περίοδο, το οποίο όμως σταθεροποίησε στη δεύτερη περίοδο και παρέδωσε την Ελλάδα του 2004, στο καλύτερο σημείο της νεότερης Ιστορίας της.

Ωστόσο, το σημερινό ΚΙΝ.ΑΛ. δεν έχει σχέση με το ιστορικό ΠΑΣΟΚ. Από την άλλη πλευρά, τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ, ως αμιγώς αριστερής κυβέρνησης (για πρώτη φορά), είναι απογοητευτικά και εξαιρετικά επιζήμια για τη χώρα, όπως πιστοποιείται και από τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα. Παρ’ όλα αυτά, πράγματι υπάρχει ένα κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο κομμάτων: η πολιτική πλατφόρμα της λαϊκίστικης Αριστεράς, οι οπαδοί της οποίας μετανάστευσαν από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ στο μεγαλύτερο μέρος τους – και ένα μικρό τμήμα παραμένει στο σημερινό ΚΙΝ.ΑΛ. Η συγκέντρωση της λαϊκίστικης Αριστεράς στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί νομοτέλεια, θα επαναοριοθετήσει το πολιτικό φάσμα και θα απελευθερώσει τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας οι οποίες θα συγκροτήσουν τον φιλελεύθερο πόλο του πολιτικού συστήματος. Αυτός θα είναι το Νέο Κέντρο.

Η ανασύνταξη του πολιτικού συστήματος της χώρας αποτελεί αναγκαιότητα, διότι το διπολικό σύστημα της Μεταπολίτευσης αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων αναποτελεσματικό και ζημιογόνο και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της επόμενης περιόδου. Το μέλλον της χώρας εξαρτάται από τρεις κρίσιμους παράγοντες. Πρώτον, με την έναρξη του δεύτερου κύκλου μετασχηματισμών, στους οποίους εισέρχεται η παγκοσμιοποίηση, το πολιτικό ζητούμενο για τις αναπτυγμένες κοινωνίες δεν είναι η εσωτερική πόλωση και η αντιπαράθεση με τον εσωτερικό αντίπαλο, αλλά η συγκέντρωση πολιτικών δυνάμεων στο «κέντρο», ούτως ώστε να δημιουργηθεί η κρίσιμη πολιτική μάζα για την προστασία των εθνικών και οικονομικών συμφερόντων της κάθε χώρας. Σε αυτό το πολιτικό κέντρο και στις συμμαχικές κυβερνήσεις συγκλίνουν οι εξελίξεις στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.

Δεύτερον, η χώρα έχει υποστεί μια κολοσσιαία οικονομική και κοινωνική ζημιά στην περίοδο 2009-2018, ακριβώς λόγω της πλήρους αδυναμίας συνεννόησης των πολιτικών κομμάτων της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Και τα τρία κόμματα επεδίωξαν την κατάκτηση της εξουσίας, πάση θυσία, για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους πελάτες, αγνοώντας τα ευρύτερα συμφέροντα της χώρας. Η ζημιά της μνημονιακής περιόδου έχει τώρα αυξηθεί δραματικά με την κρίση του κορωνοϊού.

Και τρίτον, οι προοπτικές της χώρας είναι δραματικές. Η προϊούσα γήρανση του πληθυσμού είναι η χειρότερη στην Ευρώπη. Ολοι οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ περίπου στο 1%-1,5% μέχρι το 2060, ακριβώς λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού. Ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις τάσεις αυτές θα ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά αυτός ο παράγοντας έχει υπονομευτεί από τη σταδιακή απαξίωση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας. Οι τελευταίες ελπίδες έχουν εναποτεθεί στα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Αλλά το παράθυρο ευκαιρίας έχει ημερομηνία λήξης το 2030. Αν χαθεί η δεκαετία 2020-2030, τότε η χώρα δεν θα έχει πλέον τους υλικούς και πνευματικούς πόρους που θα την επανέφεραν στο επίπεδο του ΑΕΠ πριν από την κρίση του 2008. Θα έχει υποστεί μια μόνιμη απώλεια τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ ετησίως και θα εισέλθει σε ένα μακροχρόνιο τέλμα, με ευκόλως εννοούμενες συνέπειες σε εθνικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

Επομένως, το πολιτικό ζητούμενο για την Ελλάδα, μετά το κλείσιμο της περιόδου της Μεταπολίτευσης, που οριοθετείται με το τέλος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είναι η δημιουργία ενός νέου φιλελεύθερου κόμματος, το οποίο θα κινείται στο πολιτικό κέντρο και θα αναλάβει τον ρόλο του καταλύτη για την αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος της χώρας. Αυτός ο νέος φορέας θα συνεργάζεται, ανάλογα με τη συγκυρία, είτε με το συντηρητικό κόμμα, είτε με τα κόμματα του αριστερού φάσματος, για την επίτευξη ευρύτερων πολιτικών πλειοψηφιών που θα δίνουν τη δυνατότητα στη χώρα να κάνει έγκαιρα τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και την ανασυγκρότηση του παραγωγικού μοντέλου, ούτως ώστε να καταταγεί, τελικά, στην επίλεκτη ομάδα των μικρών αλλά διεθνώς ανταγωνιστικών χωρών. Δηλαδή, αντί για το αενάως συγκρουσιακό δίπολο της Μεταπολίτευσης, ο στόχος είναι στη δημιουργία ενός τριπολικού συστήματος το οποίο θα επιβάλλει τη συναίνεση στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

Η ιστορική χρησιμότητα του Κέντρου έχει διαπιστωθεί και σε προηγούμενες κρίσιμες στιγμές για την πατρίδα: στην πρώτη διακυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου, στην Ενωση Κέντρου, στη δεύτερη περίοδο του ΠΑΣΟΚ. Η δημιουργία του πολιτικού κέντρου θα κινητοποιήσει τις πιο δυναμικές ομάδες του Ελληνισμού, στη χώρα και στην Ομογένεια, με στόχο την αναγέννηση της Ελλάδας, στη βάση ενός νέου και εξωστρεφούς οικονομικού μοντέλου, που θα φέρει την Ελλάδα στην πρωτοπορία των δυναμικών χωρών του πλανήτη.