Η κόντρα ξεκίνησε αμέσως μετά τις εκλογές του 2019 και ξαναζεστάθηκε την άνοιξη του 2021. Η ίδια σοβαρή υπόθεση -για τη ψήφο του απόδημου Ελληνισμού- «κακοποιήθηκε»  και στις δύο χρονικές στιγμές  από τις σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις και τελικά κατέληξε σε «εκκρεμότητα». Μόλις 3.500 Έλληνες του εξωτερικού έχουν κάνει μέχρι σήμερα αίτηση εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους.

Υπήρξε ειλικρινής διάθεση επίλυσης ενός ζητήματος που αφορά όλους και όλες μας; Ήθελε η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση να προσπεράσει τις μικροκομματικές σκοπιμότητες και να ανοίξει την πόρτα στον απόδημο Ελληνισμό; Σε κάθε περίπτωση, η πρωτοβουλία της κυβέρνησης  να καταθέσει σχέδιο νόμου τον Απρίλιο του 2021 στη βουλή για την κατάργηση των περιορισμών για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος του απόδημου Ελληνισμού από τον τόπο κατοικίας τους, δεν πέρασε και δεν θα  μπορούσε να περάσει απαρατήρητη ή ασχολίαστη.

Ο αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών τότε υποστήριξε ότι η πρωτοβουλία ελήφθη έπειτα από δηλώσεις της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Θεοδώρας Τζάκρη ότι οι περιορισμοί που ισχύουν είναι «άδικοι» και «υποτιμητικοί» κι ότι, αν το κόμμα της επανέλθει στη διακυβέρνηση της χώρας, θα τους καταργήσει. Ο κ. Βορίδης έσπευσε -σχεδόν δύο χρόνια μετά το νόμο του προκατόχου του Τ. Θεοδωρικάκου- να φέρει προς ψήφιση νέο νόμο που θα καταργούσε τους «κόφτες». Μήπως γιατί αυτοί οι «κόφτες» απέκλειαν μεγάλη μερίδα Ελλήνων Αποδήμων, σε σχέση με την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος από την χώρα διαμονής τους;

Οι «κόφτες» (τα κριτήρια) προφανώς αφήνουν έξω -και απ’ έξω- πολλούς Έλληνες Αποδήμους από την δυνατότητα να ψηφίσουν από την χώρα κατοικίας τους αφού διατηρούν την προϋπόθεση: παραμονής δύο ετών στην Ελλάδα κατά την τελευταία 35ετία και την υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης κατά το τρέχον ή το προηγούμενο έτος.  Πως έφτασαν όμως αρχικά σε αυτήν την απόφαση με τους συγκεκριμένους «κόφτες»; Μετά από σφοδρή αντιπαράθεση, όπου έβγαζαν και έβαζαν χρόνια διαμονής στο εξωτερικό για να τα βρουν στο …ζύγι. Το Κίνημα Αλλαγής προειδοποιούσε ότι η κυβέρνηση θέλησε να αναθεωρήσει το νόμο γιατί δεν υπήρχε ανταπόκριση από τους Αποδήμους,  καθώς δυσκολεύονταν να εγγραφούν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΥΠΕΣ, παρότι είχε τεθεί σε λειτουργία αρκετές εβδομάδες. Η δε κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία γνωρίζοντας ότι μόνο με τη συμφωνία του ΣΥΡΙΖΑ θα εξασφαλιζόταν η απαραίτητη πλειοψηφία  των 2/3 που απαιτεί το Σύνταγμα για να «περάσει» ο νέος νόμος.

Το επιχείρημα που προβλήθηκε υποστήριζε την ανάγκη άρσης των περιορισμών που είχαν ψηφιστεί το 2019 για να εκπροσωπηθούν οι εγγεγραμμένοι απόδημοι στο εθνικό δημοτολόγιο. Ο νέος γύρος αντιπαραθέσεων δεν έφερε αποτέλεσμα. Και το ερώτημα που τέθηκε, τίθεται και είναι άγνωστο αν κάποια στιγμή απαντηθεί επί της ουσίας, είναι αν οι περιορισμοί είναι προϊόν φοβικών αντιλήψεων μεγάλης μερίδας του ελληνικού πολιτικού συστήματος έναντι των συμπατριωτών μας που ζουν εκτός συνόρων- ή αν πράγματι οι αρμόδιοι απέφυγαν να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα.

Οι μόλις 3.500 αιτήσεις δείχνουν τι έχει συμβεί και αποκαλύπτουν το πέπλο της υποκρισίας. Χρειάζονται καθαρά λόγια και από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση την κατάλληλη ώρα. Οι «διαρροές» ότι θα επιχειρηθεί ξανά η αλλαγή του νόμου για να μειωθεί η εκπροσώπηση των Ελλήνων της διασποράς στην επόμενη Βουλή δεν ήταν και δεν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Τέτοιες συζητήσεις δεν γίνονται στο … παραπέντε των εκλογών. Και δεν ακυρώνεται το πρώτο λάθος από ένα ακόμη.

Το πολιτικό σύστημα αν θέλει να αποδείξει ότι δεν αντιμετωπίζει υποκριτικά και επιπόλαια ένα ζήτημα που απαιτεί συνθήκες εθνικής συνεννόησης οφείλει να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις με προσοχή και πραγματικό ενδιαφέρον σε «ουδέτερο» χρόνο. Και αργά ή γρήγορα θα φανεί αν αυτό το πολιτικό σύστημα επιθυμεί να ανοίξει τελικά την πόρτα στη ψήφο της  …Μαρίας Πορτοκάλος ή απλώς σπέρνει και ζητά χιλιάδες δικαιολογητικά έγγραφα για να την αποτρέψει…