Αναμφισβήτητα αν κάτι χαρακτήρισε την πρώτη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ήταν η πληθώρα των εξωκοινοβουλευτικών στελεχών που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη ενός σχετικά μεγάλου αριθμού θώκων του υπουργικού συμβουλίου. Καθηγητές στην πλειονότητά τους, με πολλές περγαμηνές ο καθένας στον επιστημονικό του τομέα και με ακαδημαϊκή καριέρα σε ξένα πανεπιστήμια, οι περισσότεροι από αυτούς –μέχρι ώρας τουλάχιστον- δεν απέδειξαν την ικανότητά τους να σταθούν στην αρένα της δημόσιας διοίκησης.

Δεν μπόρεσαν να παράξουν πολιτική. Δεν κατάφεραν να εγκλιματιστούν και να προσαρμοστούν στο υπάρχον περιβάλλον. Δεν κατόρθωσαν να υπηρετήσουν αποτελεσματικά μία ελληνική πραγματικότητα, εν πολλοίς άγνωστης για αρκετούς από αυτούς, λόγω και της πολύχρονης σταδιοδρομίας τους στο εξωτερικό.

Ο ανασχηματισμός, εκτιμάται, ότι όταν γίνει θα έρθει ακριβώς να καλύψει αυτό το κενό πολιτικής. Παράλληλα όμως, όπως συμβαίνει και με κάθε διαδικασία αλλαγής, αναμένεται να αποτελέσει και για τον πρωθυπουργό το εφαλτήριο, ώστε να λάβει το «βάπτισμα του πυρός» και σε επίπεδο εκτελεστικής εξουσίας, μία νέα ομάδα στελεχών της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας. Πρόκειται για στελέχη που με τις δημόσιες τοποθετήσεις τους κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, έχουν αποδείξει αφενός πως κινούνται μέσα στην ελληνική κοινωνία αφετέρου ότι έχουν την ικανότητα στήριξης του κυβερνητικού έργου.

Η Νέα Δημοκρατία είχε πάντα εφεδρείες και δυνατό «πάγκο». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δείχνει ότι είναι ένας πολιτικός που δεν φοβάται να δοκιμάζει νέους –όχι απαραίτητα με ηλικιακό κριτήριο- ανθρώπους, προσφέροντάς τους καίρια πόστα στο υπουργικό συμβούλιο.

Αυτή τη φορά όμως και με τα τόσα ανοιχτά μέτωπα που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία, θα πρέπει να ξεφύγει από το καθηγητικό κατεστημένο και να αναζητήσει λύσεις στην κοινοβουλευτική του ομάδα, δίνοντας παράλληλα και την ευκαιρία σε μία νέα γενιά βουλευτών να δοκιμαστούν επί του πεδίου της εφαρμοσμένης πολιτικής. Η συγκεκριμένη γενιά άλλωστε είναι άρρηκτα δεμένη με τις πολιτικές του, μιας και ήταν αυτός που την τράβηξε μαζί του κατά την άνοδό του στην ηγεσία του κόμματός του.

Ως εκ τούτου και έπειτα από ένα σχεδόν χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, φαίνεται πως έχει έρθει ή ώρα και για τους νέους βουλευτές να δείξουν τι αξίζουν, όχι μόνο στις αίθουσες του κοινοβουλίου, η στα τηλεοπτικά παράθυρα των ΜΜΕ, αλλά και αναλαμβάνοντας κάποιο υπουργικό χαρτοφυλάκιο.

Τα περισσότερα από αυτά τα στελέχη εκλέχτηκαν συγκεντρώνοντας υψηλά ποσοστά αποδοχής από τους πολίτες, προέρχονται από τις τάξεις της ελληνικής κοινωνίας, παραμένοντας έτσι άμεσοι δέκτες των αιτημάτων και των απαιτήσεων της. Όταν έρθει άλλωστε το πλήρωμα του χρόνου, μέσα από τα συγκεκριμένα στελέχη θα ξεπηδήσει η επόμενη γενιά της ηγετικής ομάδας της συντηρητικής παράταξης. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε εξάλλου, ότι μέσα από τέτοιου είδους διαδικασίες εξασφαλίστηκε στο παρελθόν και συνεχίζει να εξασφαλίζεται και σήμερα, η ίδια η συνέχεια της Νέας Δημοκρατίας.