Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι αφού έφυγε ο ίδιος, λίγα 24ωρα μετά, στο μυαλό του ταυτίζει το τέλος του ιστορικού κύκλου του ΣΥΡΙΖΑ με το δικό του πολιτικό τέλος. Το ερώτημα της επαναφοράς φυσικά δεν τίθεται σήμερα και όποιος λέει ότι μπορεί να προβλέψει πως θα συμβεί, απλώς εκφράζει τα συναισθήματά του. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε λοιπόν ηγεμονούσα πολιτική δύναμη για μια δεκαετία, για δύο πολύ ξεκάθαρους λόγους. Την κρίση χρέους και τα μνημόνια και φυσικά από έναν πολύ ταλαντούχο στον λαϊκισμό αρχηγό, τον Αλέξη Τσίπρα.

Πολύ επικοινωνιακός, πολύ γρήγορος σε πολιτικές αντιδράσεις και αντανακλαστικά, αλλά ταυτοχρόνως εξόχως ρηχός, ανοργάνωτος και φυσικά αδίστακτος. Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία όλου του κόσμου από τους ακραίους πολιτικούς της Δεξιάς ή της Αριστεράς που κυβέρνησαν ή έστω έφτασαν πολύ ψηλά, ουδείς ήταν ατάλαντος. Οσο γρήγορα και αποτελεσματικά προσαρμόστηκε στον αντιμνημονιακό λόγο, τόσο δύσκολα (έως ακατόρθωτα) δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τι συνέβη από το 2019 και μετά στην πονεμένη από τη μνημονιακή ταλαιπωρία ελληνική κοινωνία.

Φταίει αυτός, φταίει το περιβάλλον του, φταίει… ο Χατζηπετρής δεν ξέρω, μάλλον όλα. Αλλά ο Τσίπρας είχε χρόνο και πολλές ευκαιρίες, που λίγοι Ελληνες πρωθυπουργοί είχαν ή θα ξαναέχουν, να κυριαρχήσει στον χώρο του και να ηγηθεί για δεκαετίες στην Κεντροαριστερά.

Πρώτα απ’ όλα ανέλαβε τη χώρα μια περίοδο που δεν υπήρχε αντιπολίτευση. Φρόντισε ο Καραμανλής με τον Παυλόπουλο να του παραδώσουν «υποκατάστημα», όχι κόμμα, τη Ν.Δ. με τον Μεϊμαράκη αρχηγό. Ο Τσίπρας είχε την ευκαιρία όταν ανέλαβε να υπογράψει την «ουρά του δεύτερου μνημονίου» μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 2015, δηλαδή να υποστούμε ως χώρα σκάρτο 1 δισ. ευρώ ως μέτρα (το περίφημο email Χαρδούβελη) και μετά να απελευθερωθούμε σιγά-σιγά.

Είχε επίσης την ευκαιρία να συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ της Φώφης ή έστω με το «παρθένο» Ποτάμι του Θεοδωράκη. Αντ’ αυτού ο Τσίπρας πήρε έναν αντίστοιχο ακροδεξιό λαϊκιστή, τον Καμμένο, έναν ημιπαράφρονα τύπο, τον Βαρουφάκη, για υπουργό και έριξε τη χώρα στα βράχια. Ή έστω σχεδόν… σε ύφαλο. Πληρώσαμε τους ερασιτεχνισμούς, τις αυταπάτες και τα κομμουνιστικά οράματα με ένα ακόμη μνημόνιο, κλειστές τράπεζες και διεθνή διασυρμό. Διώξεις πολιτικών αντιπάλων που δεν είχαν όμως ταξικό πρόσημο, απλώς… δεν τους κάθισαν.

Αντιθέτως, ο Τσίπρας με το λεγόμενο Κεφάλαιο, επιχειρηματίες και διαπλεκόμενους της χώρας, ήταν από την αρχή μέλι-γάλα, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ισως δεν κατάλαβε τότε ότι ήταν «περιορισμένης χρήσης χρήσιμος», κάτι το οποίο θα αντιληφθεί τώρα, σταδιακά. Αυτό βέβαια συμβαίνει σ’ όλους τους ισχυρούς που φεύγουν από την όποιου είδους εξουσία, από τον πολιτικό έως τον δημοσιογράφο.

Η δεύτερη μεγάλη ευκαιρία του Τσίπρα ήταν μετά το 2019 και προσωπικά θεωρώ ότι αυτή ήταν μεγαλύτερη, υπό την έννοια ότι ο ίδιος ήταν πιο ώριμος, είχε μάθει πολλά από τη διακυβέρνηση πέντε ετών και δεν έχει καμιά δικαιολογία. Ούτε καν την αφέλεια ή τις αυταπάτες, όπως έχει πει ο ίδιος, της διακυβέρνησης. Του έδωσαν οι πολίτες την ευκαιρία στην αντιπολίτευση να εκσυγχρονιστεί και με το 31,5% το 2019 να ξαναγυρίσει ίσως έστω και το 2026-27. Και φυσικά την πέταξε στα σκουπίδια μαζί με όλον τον ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν άλλαξε… ούτε λέπι στον λόγο του, στην ουσία, στα πρόσωπα, στην επικοινωνία, αλλά κυρίως δεν προσαρμόστηκε σ’ αυτό που επιθυμεί «ο πελάτης», δηλαδή ο ελληνικός λαός. Δεν κατάλαβε ότι ο κόσμος θέλει πολύ να αλλάξει σελίδα, να προοδεύσει, να καλυτερέψει τη ζωή του, να πάει παρακάτω. Η μιζέρια, η καταγγελία, η τοξικότητα, το μίσος, ο φθόνος δεν κερδίζουν πάντα, έστω και ως κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα.

Στη νέα του εποχή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί και σήμερα δεν βλέπω να γίνεται ποτέ «κυβερνώσα Αριστερά», γιατί απλούστατα κυβερνώσα και Αριστερά είναι δύο απολύτως αντιφατικές έννοιες. Προσοχή, άλλο Αριστερά και άλλο ένα σύγχρονο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που φυσικά υπάρχουν παντού και με παραλλαγές κυβερνούν ή συγκυβερνούν.

Τα «υλικά» που βλέπουμε σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ ως επί το πλείστον είναι για μικρό κόμμα, αριστερό ή αριστερίστικο, αλλά σε καμιά περίπτωση για μια κεντροαριστερή παράταξη. Δεν πιστεύω ότι με αυτό το ιδεολογικό συνονθύλευμα μπορεί να τα φέρει βόλτα ένα πρόσωπο για να κάνει τον «μετά ΣΥΡΙΖΑ» κόμμα εξουσίας. Ο Τσίπρας δεν μπόρεσε που ήταν ο ιδρυτής του, αν θα το κάνει κάποιος άλλος το θεωρώ αδύνατον.

Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ φέρνουν στο προσκήνιο τον άλλο πόλο της Κεντροαριστεράς, το ΠΑΣΟΚ. Το διευκολύνουν αφάνταστα, του ανοίγουν δρόμο, αλλά ταυτοχρόνως έρχεται και η ώρα της κρίσης. Ο αρχηγός του, Νίκος Ανδρουλάκης, στις πρόσφατες εκλογές… μόλις πέρασε τις εξετάσεις και μάλιστα με την ελάχιστη βάση. Γιατί όταν ο όμορος χώρος, ο διπλανός σου, πάει από το 31,5% στο 17,8% και εσύ πας από το 8,2% στο 11,8% δεν το λες και επιτυχία μεγάλη.

Αν έως τις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2024 το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ανακάμψει κανονικά, να πάρει 5-6 μονάδες, τότε κι εκεί θα έρθει η ώρα των εξελίξεων. Αντε έως τις επόμενες εκλογές.

Σε αυτή τη συγκυρία, όπως γίνεται απολύτως καθαρό, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει χώρο να «αποδώσει έργο» και να περιορίσει πολλές από τις παθογένειες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Χώρο έχει πολύ, θεωρώ και χρόνο, όχι όμως τόσο πολύ όσο νομίζουν αρκετοί. Ο κριτής του είναι… το ίδιο το κοντέρ που έχει μπροστά του να φτάνει τις επιδόσεις που χρειάζεται η χώρα. Και πολλές φορές οι υψηλές προσδοκίες παγιδεύουν.