Από βδομάδας αρχίζει η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2026. Ένας προϋπολογισμός που για τους περισσότερους πολίτες, αυτό που έχει ενδιαφέρον, είναι πως εμπεριέχει τα μέτρα που προαναγγέλθηκαν στη ΔΕΘ και αφορούν σε αυξήσεις μισθών του δημοσίου και συντάξεις, τις μικρές μειώσεις φόρων μέσω των φορολογικών κλιμάκων και μικρές επίσης μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές για τους εργοδότες.

Μέχρι το τέλος του μήνα, αλλά και από τον επόμενο, αυτές οι εξαγγελίες της ΔΕΘ, θα δοθούν στους δικαιούχους. Και μπορεί σαν συνολικό μέγεθος στον προϋπολογισμό τα ποσά να φαντάζουν πολύ σημαντικά, πλην όμως στην εξατομίκευση, επ’ ουδενί μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως ανακουφίζουν τους δικαιούχους.

Δεν ισχυρίζομαι πως είναι ψίχουλα, αλλά με απλή αριθμητική δεν ισοσκελίζουν τις αυξήσεις στο κόστος ζωής, που έχουν επιβληθεί στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς όλον τον προηγούμενο χρόνο.

Από την άλλη, η χώρα και η κυβέρνηση συνεχίζουν να εισπράττουν εύσημα για το «θαύμα» της ελληνικής οικονομίας και το come back στις ισχυρές οικονομίες. Πως συνδυάζονται όμως αυτά τα δύο, που από τη μία, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης και από την άλλη η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας νιώθει αδύναμη να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της και βλέπει την αγοραστική της δύναμη στον πάτο των χωρών της ΕΕ;

Η απάντηση είναι σε μεγάλο βαθμό, στο μίγμα της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής. Από το 2019 που ανέλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, έβαλε ως πρώτη προτεραιότητα το νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών και την παραγωγή πλεονασμάτων στους προϋπολογισμούς, προκειμένου να αποκατασταθεί η τρωθείσα εικόνα της χώρας στα μάτια των δανειστών μας και των διεθνών αγορών. Έπρεπε -κι είναι σωστό- να αλλάξουν οι εντυπώσεις και να φανεί πως η νέα ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τις υποχρεώσεις της και πως θέλει να πάψει να είναι το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης. Και το κατάφερε με το παραπάνω, φθάνοντας σε σημείο να αποπληρώνει πρόωρα τις δανειακές της υποχρεώσεις και να μειώνει συνεχώς το υπέρογκο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Αυτή όμως η επιτυχία, είχε παράπλευρες απώλειες, που δεν είναι άλλοι, από τους Έλληνες φορολογούμενους, που μέχρι σήμερα κρατούν τα σκήπτρα της υπερφορολόγησης στην Ευρώπη και κυρίως στους έμμεσους φόρους. Δηλαδή στον υψηλό ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, όπως αυτοί στα καύσιμα και στα καπνικά προϊόντα. Είναι που είναι άδικοι οι έμμεσοι φόροι, αφού τους πληρώνουν όλοι ανεξαρτήτως εισοδήματος, είναι και από τους υψηλότερους στην ΕΕ. Και το αποτέλεσμα η περαιτέρω μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και η αδυναμία σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού να αντιμετωπίσει τα διαδοχικά κύματα ακρίβειας στα καθημερινά είδη ανάγκης από την ενέργεια, τα τρόφιμα μέχρι τα ενοίκια.

Επιπρόσθετα αναφορικά με το μείγμα οικονομικής πολιτικής, η κυβέρνηση θεωρεί πως δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον της για τους πολίτες, μοιράζοντας από τα περισσεύματα της υπερφορολόγησης, επιδόματα και μικροπαρεμβάσεις στους άμεσους φόρους εισοδήματος.

Το αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής των δύο όψεων που μοιάζουν με Ιανό, το βλέπουμε σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης τα τρία τελευταία χρόνια. Η δυσφορία για τα οικονομικά και την ακρίβεια είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Κι είναι αλήθεια πως η κυβέρνηση ολιγωρεί στην αντιμετώπιση των καρτέλ, που διαμορφώνουν τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών κατά το δοκούν και εθελοτυφλεί στην διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών.

Κι είναι αυτό που εν τέλει θα καθορίσει τη στάση του εκλογικού σώματος στις εκλογές οψέποτε κι αν γίνουν. Είναι δε παράλογο να πιστεύουν πως το κλίμα θα αναστραφεί, επειδή θα δουν λεφτά στις τσέπες τους οι πολίτες τον επόμενο μήνα, είτε με επιδόματα όπως αυτά που θα πληρωθούν στους αγρότες και τους ευάλωτους ή τις μικροαυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, γιατί αυτά έχουν προεξοφληθεί από τους δικαιούχους και επιπρόσθετα, γιατί οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί θα συνεχίσουν να είναι ελλειμματικοί και ο κάθε μήνας θα μοιάζει για πολλούς ατέλειωτος!