Ελπίζω να μην κατηγορηθώ για αλαζονεία ή κομπορρημοσύνη, αλλά επιτρέψτε μου να καυχηθώ ότι εγώ τα έλεγα εδώ και χρόνια. Και μάλιστα τα έλεγα και τα έγραφα ως γραφική εξαίρεση, όταν όλοι πλειοδοτούσαν υπέρ του αντιθέτου.

Αναφέρομαι στην περίφημη βαριά βιομηχανία της χώρας μας, τον τουρισμό τον οποίον όλοι υμνούσαν, και υπερθεμάτιζαν υπέρ της διαρκούς αύξησής του. Καλώς ή κακώς ο τουρισμός συνιστά την πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής της χώρας.

Βεβαίως οι περισσότερες μεγάλες οικονομίες, κυρίως της Ευρώπης, όπως η Γαλλία η Ιταλία και η Ισπανία από τον τουρισμό τροφοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό, και φροντίζουν κατά το δυνατόν να τον αναπτύσσουν. Όμως με κάποιο λογικό μέτρο και σε μεγέθη που να μπορούν να τα αντέξουν οι υποδομές των χωρών και οι μόνιμοι κάτοικοί τους, ώστε να μη μετατρέπονται οι τουριστικοί προορισμοί σε νυφοπάζαρα των τουριστών και οι φουκαράδες κάτοικοί τους σε ταλαίπωρα γκαρσόνια. Εμείς εδώ ξεπεράσαμε κάθε λογικό όριο, με αποτέλεσμα το τουριστικό ρεύμα να γιγαντωθεί σε τέτοιον βαθμό ώστε να τείνει να αχρηστεύσει τις πενιχρές υποδομές της χώρας και να διαταράξει έντονα τη ζωή και την ηρεμία της πλειονότητος ημών των ντόπιων, κυρίως στους βασικούς τουριστικούς προορισμούς αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα. Λογικό και αναμενόμενο είναι, όταν κατά τους τρεις καλοκαιρινούς μήνες μία χώρα όπως η Ελλάδα των εννέα εκατομμυρίων κατοίκων δέχεται τριάντα εκατομμύρια τουρίστες τα πάντα να ξεχαρβαλώνονται και να στενάζουν.

Κατ’ αρχάς όταν η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών αυξάνει κατακόρυφα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα τριών μηνών, φυσικό είναι οι τιμές να εκτοξεύονται και η πάσης φύσεως αισχροκέρδεια να οργιάζει! Τις συνέπειες φυσικά τις πληρώνει η πλειονότης των Ελλήνων που δεν ασχολείται με τον τουρισμό, ενώ η ευτυχής μειονότης που ασχολείται, κερδοσκοπεί ασύστολα και προκλητικά. Και φυσικά εισπράττει πολύ και αφορολόγητο χρήμα. Πέραν όμως αυτού οι ορδές των τουριστών δοκιμάζουν και ταλαιπωρούν τις πενιχρές υποδομές της χώρας οι οποίες φυσικά αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τόσο κόσμο. Τι να πρωτοπεί κανείς. Να αναφερθώ στο οδικό δίκτυο που στα νησιά μας είναι προβληματικό και τα καραβάνια των αυτοκινήτων που τείνουν να δημιουργούν μποτιλιαρίσματα χιλιομέτρων ακόμα και σε μικρές διαδρομές;
Ή στα μικρά και προβληματικά λιμάνια των περισσοτέρων νησιών όπου η εξυπηρέτηση τόσων πολλών δρομολογίων πλοίων αποτελεί μια σκέτη περιπέτεια;

Άλλο τεράστιο πρόβλημα είναι φυσικά η λειψυδρία και τα ανύπαρκτα αποχετευτικά δίκτυα, ενώ ορισμένοι ρομαντικοί προτείνουν ως λύση την αφαλάτωση, αγνοώντας φυσικά το τεράστιο κόστος των σχετικών εγκαταστάσεων.

Θα μπορούσα να απαριθμήσω και άλλα πολλά δεινά που επισωρεύει η θερινή τουριστική έκρηξη, αλλά ας αρκεσθώ σε αυτά. Και φυσικά δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πολλές σοβαρές φωνές και έγκυρα Μέσα Ενημέρωσης έχουν αρχίσει να μιλούν για το φαινόμενο του «Υπερτουρισμού», το οποίον πλήττει τη χώρα μας και εμάς τους κατοίκους της. Εκεί δηλ. που ο τουρισμός ήταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια ευλογία τώρα τείνει να λάβει τις διαστάσεις κατάρας.

Ακόμη και η συνήθως μακαρίως κοιμώμενη επίσημη πολιτεία φαίνεται ότι ξύπνησε από τον βαθύ της λήθαργο και αναγνώρισε το πρόβλημα. Έτσι, άρχισαν να συζητούνται μέτρα για τον περιορισμό των κρουαζεροπλοίων που θα επισκέπτονται ημερησίως νησιά όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη. Ή ακόμη και η επιβολή εισιτηρίου στους τουρίστες που επισκέπτονται πολυσύχναστους προορισμούς. Τώρα αν σε αυτούς τους προορισμούς δεν υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές Υγείας για να εξυπηρετήσουν τόσο κόσμο, ή αν οργιάζουν τα δυστυχήματα με τις ανεξέλεγκτες γουρούνες και τα μηχανάκια αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Το γεγονός και μόνον ότι τα προβλήματα αναγνωρίζονται συνιστά δικαίωση των απόψεών μου για την κατάρα που αποτελεί το φαινόμενο του Υπερτουρισμού.

Θα παραθέσω μόνο δύο νούμερα που δικαιώνουν τις απόψεις μου περί Υπερτουρισμού στην Ελλάδα και της υπερβολικής εξάρτησης της Οικονομίας μας από αυτόν, σε βαθμό που ο τουρισμός να χαρακτηρίζεται ως «μονοκαλλιέργεια».

Η συνεισφορά των συνολικών τουριστικών εσόδων ανέρχεται στο 30% περίπου του ελληνικού ΑΕΠ, όταν το αντίστοιχο νούμερο για την Γαλλία, μία κατ’ εξοχήν τουριστική χώρα, φθάνει μετά βίας στο 8% του Γαλλικού ΑΕΠ. Αυτό το φαινόμενο του Υπερτουρισμού παρατηρείται κυρίως στη χώρα μας διότι αυτή βεβαίως διαθέτει τον ήλιο, τη θάλασσα και τις αρχαιότητες. Αυτή είναι η προφανής εξήγηση. Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι, όπως το γεγονός ότι η παροχή τουριστικών υπηρεσιών σε μικρή κλίμακα δεν απαιτεί κάποια ιδιαίτερη τεχνογνωσία ή εξειδίκευση και κυρίως δεν απαιτεί μεγάλες επενδύσεις. Αρκούν 2-3 ενοικιαζόμενα δωμάτια ή μια μικρή ταβέρνα για να γίνει κανείς τουριστικός επιχειρηματίας εκ του ασφαλούς και μάλιστα με αφορολόγητα έσοδα ως επι το πλείστον. Γι αυτό και ο αριθμός των συμπολιτών μας που ασχολούνται με τον τουρισμό είναι πολύ μεγάλος (μονοκαλλιέργεια) καθώς και ο αριθμός των εργαζομένων τους καλοκαιρινούς μήνες επίσης τεράστιος. Τους υπόλοιπους 9 μήνες του χρόνου οι μεν τουριστικοί επιχειρηματίες ξεκοκκαλίζουν τα καλοκαιρινά κέρδη τους οι δε εποχιακοί εργαζόμενοι μπορούν να βγάλουν τον χειμώνα χωρίς να δουλεύουν, άσε δε που μπορεί να εισπράττουν και επίδομα ανεργίας.

Κατόπιν αυτού εξηγείται απολύτως γιατί πολλοί σοβαροί οικονομικοί αναλυτές ομιλούν περί της αναγκαιότητος αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας της χώρας και της μείωσης της υπερβολικής εξάρτησης από τον τουρισμό. Προσωπικώς εγώ κάτι τέτοιο το βλέπω τελείως απίθανο, για τους προφανείς λόγους που ήδη ανέφερα.

Βλέπετε, αυτή η δραστηριότης δεν έχει κανένα επιχειρηματικό ρίσκο, δεδομένου ότι η ζήτηση είναι εξασφαλισμένη.

Έχω έναν γνωστό που έχει ταβέρνα σε τουριστικό μέρος κοντά στην Αθήνα την οποία δουλεύει τους 3 καλοκαιρινούς μήνες, και τους υπόλοιπους μετακομίζει στο Ρίο της Βραζιλίας όπου περνάει ζάχαρη και συγχρόνως αποφεύγει τον… σιβηρικό ελληνικό χειμώνα στις αμμουδιές της Κόπα Καμπάνα! Και βεβαίως είναι πυρ και μανία κατά του Μητσοτάκη διότι συνέδεσε λέει τις ταμειακές μηχανές με τις πιστωτικές κάρτες.

Στην Υγειά μας!