Πολύ συχνά, φαινόμενα ή τάσεις που ξεκινούν ως ευλογίες, εξελίσσονται σε κατάρες και σίγουρα αυτό συμβαίνει όταν διασπάται ο χρυσούς κανόνας του μέτρου. Τυπικό σχετικό παράδειγμα η περίπτωση του τουρισμού στη χώρα μας.

Η Ελλάδα εισήλθε στη δεκαετία του ’60 έχοντας μόλις επουλώσει τις τραγικές πληγές της από έναν παγκόσμιο πόλεμο και έναν καταστροφικό αιματηρό εμφύλιο. Κατά τη δεκαετία του ’50, τη χώρα μάστιζε ακραία φτώχεια και παντελής έλλειψη στοιχειωδών υποδομών και υποτυπωδών πλουτοπαραγωγικών μέσων.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ίσως ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που αποπειράθηκε να αντιμετωπίσει δυναμικά το πρόβλημα, δίνοντας έμφαση στην κατασκευή δημοσίων έργων και υιοθετώντας πολιτικές για γρήγορη οικονομική ανάπτυξη. Η ενίσχυση της οικοδομικής δραστηριότητος και η έμφαση στον τουρισμό, ήταν ίσως δύο από τις πιο σημαντικές πολιτικές που εισήγαγε για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδος.

Οι πολιτικές αυτές ξεκίνησαν ως ευλογία και για πολλές δεκαετίες στήριξαν και τόνωσαν την ελληνική οικονομία. Ώσπου, όταν ξεπεράσθηκε το μέτρο, ιδίως στην περίπτωση του τουρισμού, η ευλογία κατέληξε σε κατάρα.

Κατ’ αρχάς, το αποκαλύπτουν οι αριθμοί: Ο τουρισμός συμμετέχει (προ κορωνοϊού) με 33% στο ΑΕΠ και απορροφά το 26% της γενικής απασχόλησης, αυτά δε τα νούμερα δεν περιλαμβάνουν τα αδήλωτα εισοδήματα και εργαζόμενους, άρα τα πραγματικά νούμερα είναι πολύ υψηλότερα.

Προσωπικά έχω μάθει να αμφισβητώ την απόλυτη αλήθεια των αριθμών. Οι αριθμοί πάντα θέλουν ανάλυση και πολυσκοπική ερμηνεία διότι αποκαλύπτουν ίσως την ποσοτική πλευρά των πραγμάτων, αλλά αγνοούν την ποιοτική τους πλευρά που συχνά μπορεί να είναι εξ ίσου σημαντική ή και σημαντικότερη.

Και ποια είναι η ποιοτική διάσταση των αριθμών;

Οσάκις ακούω κάτι περί τουρισμού αυτό είναι συνυφασμένο με την προφανή ωφέλεια της ελληνικής οικονομίας. Ποτέ, κανείς δεν μιλάει για το κόστος του τουρισμού, ένα κόστος που δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά σαφώς και ποιοτικό ζήτημα!

Η Ελλάδα είναι μία χώρα 10 εκατ. ανθρώπων με ατελείς υποδομές και ιδιόμορφη γεωγραφία, η οποία καθιστά τις συγκοινωνίες και τις μεταφορές συχνά δύσκολες.

Αυτή η μικρή χώρα κατακλύζεται για ένα διάστημα 3 μηνών από υπερτριπλάσιους του πληθυσμού της επισκέπτες. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη ζωή και τις βασικές καθημερινές ανάγκες των Ελλήνων; Τι μπορεί να σημαίνει για το περιβάλλον και το κυκλοφοριακό, ιδίως σε μέρη όπως η Κρήτη και τα νησιά; Πώς είναι για τον μέσο Έλληνα η ζωή σε ένα μικρό παραθεριστικό προορισμό, ο οποίος τον χειμώνα έχει 1.000 κατοίκους και το καλοκαίρι 30.000; Σε πολλά μέρη όπως οι Σπέτσες η Πάρος και η Μύκονος για να διανύσεις μια απόσταση 500 μέτρων με τα πόδια το καλοκαίρι, χρειάζεσαι μισή ώρα αφού κινείσαι μέσα σε μια ασφυκτική λαοθάλασσα. Κάτι σαν χαρμόσυνος επιτάφιος!

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η ζωή του μέσου Έλληνα μετατρέπεται σε βασανιστήριο κατά την τουριστική περίοδο. Για να φας σε μια απλή ταβέρνα στην Κάσο, πρέπει να κλείσεις τραπέζι δύο μέρες νωρίτερα. Λες και πηγαίνεις στο Maxim’s.

Για να ταξιδέψεις με αεροπλάνο πρέπει να έχεις κλείσει εισιτήριο από τον χειμώνα – αν βρεις. Ενώ ακόμη και στα μεγάλα πλοία του Αιγαίου επικρατεί το αδιαχώρητο και τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί μήνες νωρίτερα. Και για να παρκάρεις στο χωριό, θες παρκαδόρο και πολύ χρόνο και τύχη.

Υπερβολές, θα μου πείτε. Δεν νομίζω.

Όποιος δεν έχει δει τι γίνεται στην Κέρκυρα το βράδυ, με τους μεθυσμένους χούλιγκαν, οι οποίοι συχνότατα φθάνουν σε σημείο χυδαίας υπερβολής, σίγουρα δεν κατανοεί το πρόβλημα. Τα ίδια και στη Ρόδο, την Κω κ.λπ.

Και, φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για αστυνόμευση ή για μάζεμα σκουπιδιών, διότι το σχετικό προσωπικό είναι σχεδιασμένο να επαρκεί για τους μήνες της κανονικής ζωής, ενώ για τους καλοκαιρινούς θα χρειαζόντουσαν τουλάχιστον δεκαπλάσιοι, με τις ανάλογες υλικές υποδομές.

Βλέπετε, την τουριστική δραστηριότητα ως επιχείρηση μπορεί να την ξεκινήσει ο καθένας που διαθέτει δύο ενοικιαζόμενα δωμάτια ή μια ταβέρνα. Τα υπόλοιπα μας τα χαρίζει η υπέροχη ελληνική φύση, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και ο πανταχού παρών Zorba the Greek.

Έτσι αναπτύχθηκε μια υπερβολική οικονομική εξάρτηση από τον τουρισμό, με αποτέλεσμα κάθε τυχαία διακύμανση της τουριστικής βιομηχανίας να έχει δυσανάλογες επιπτώσεις στο ελληνικό ΑΕΠ και να βυθίζει στην αγωνία τον κλάδο και την εκάστοτε κυβέρνηση. Ενδεικτικά στη Γαλλία, τον απόλυτο τουριστικό προορισμό, ο τουρισμός συνεισφέρει το 10% του ΑΕΠ, ενώ σε εμάς το 33%.

Τελευταία, ορισμένοι υψηλά ιστάμενοι αρμόδιοι φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν το πρόβλημα και εκφράζονται κάποιες σκέψεις για την αντιμετώπισή του. Αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο και προσωπικά δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος.

Μέχρι οι περίφημες νεοφυείς (start up) εταιρίες και η ψηφιακή τεχνολογία παροχής υπηρεσιών, να αποκτήσουν κρίσιμη οικονομική μάζα, ώστε να μπορέσουν να υποκαταστήσουν ένα μέρος των τουριστικών εσόδων, θα περάσει πάρα πολύς χρόνος. Και μέχρι τότε εμείς θα εξακολουθούμε να βουλιάζουμε στην ανεξέλεγκτη ασφυκτική ανθρωποθάλασσα κάθε καλοκαίρι, εκχωρώντας εκόντες-άκοντες τη χώρα μας στους ξένους τουρίστες.