Η σύγκρουση των δύο τρένων στα Τέμπη δεν ήταν απλώς ένα τραγικό δυστύχημα. Ήταν και είναι η αποκρυστάλλωση όλων εκείνων των παθογενειών που ταλανίζουν τη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Μια σύγκρουση που δεν έγινε μόνο στις ράγες, αλλά και μέσα στην καρδιά κάθε πολίτη που νιώθει πως ζει σε ένα κράτος όπου η ανθρώπινη ζωή έχει μικρότερη αξία από ένα χαρτί μετάθεσης ή ένα κομματικό ρουσφέτι.

Η Ελλάδα έχει μάθει να λειτουργεί με έναν στρεβλό τρόπο: προσλήψεις δίχως αξιοκρατία, αναξιοκρατία που νομιμοποιείται και διαιωνίζεται. Σε κρίσιμες θέσεις -όπου απαιτούνται ειδικές γνώσεις, υπευθυνότητα και αίσθηση καθήκοντος- συχνά τοποθετούνται άτομα χωρίς τα απαραίτητα προσόντα, απλώς επειδή «έχουν άκρες». Ο σταθμάρχης της Λάρισας, χωρίς την απαραίτητη εμπειρία, είναι μόνο η κορυφή ενός παγόβουνου που όλοι ξέρουμε ότι υπάρχει, αλλά κανείς δεν θέλει πραγματικά να «λιώσει».
Όταν, όμως, σε αυτές τις θέσεις παίζεται η ζωή ανθρώπων, η ανευθυνότητα δεν είναι αμέλεια – είναι έγκλημα. Και το έγκλημα αυτό δεν είναι μόνο ατομικό. Είναι συλλογικό, θεσμικό, διαχρονικό. Διότι, αν δεν υπήρχαν οι δομές που επιτρέπουν σε ανίκανους να έχουν εξουσία, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.
Σαν να μην έφτανε η τραγωδία αυτή καθ’ εαυτή, οι πολίτες βρέθηκαν μπροστά και σε ένα δεύτερο σοκ: την επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης. Επίσημα πορίσματα που αλλάζουν ή αποσύρονται χωρίς εξηγήσεις, δήθεν διαρροές που λειτουργούν παραπλανητικά, μέσα ενημέρωσης που αντί να ερευνούν και να αναδεικνύουν την αλήθεια, βρίσκουν την ευκαιρία για να κάνουν τσάμπα αντιπολίτευση. Και κάπως έτσι, η ενημέρωση γίνεται εργαλείο αποπροσανατολισμού αντί διαφάνειας, ενώ η παραπληροφόρηση αυτή ενισχύει ένα κλίμα καχυποψίας και απογοήτευσης. Όταν οι πολίτες δεν μπορούν να εμπιστευτούν τα ΜΜΕ, η Δημοκρατία κλυδωνίζεται. Γιατί η αλήθεια είναι θεμέλιο της εμπιστοσύνης και η εμπιστοσύνη το οξυγόνο του κοινωνικού ιστού, που δεν μπορεί να στερείται από θεωρίες για «κυβερνητική συγκάλυψη και μπάζωμα στις ευθύνες».
Κι ενώ ο κόσμος ζητά ευθύνες, ελάχιστοι παραιτούνται. Η κουλτούρα της παραίτησης στην Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη, η εξαίρεση σε έναν δυσώδη κανόνα. Ο κρατικός μηχανισμός προτιμά να περιμένει να ξεχαστεί το θέμα, αντί να αναλάβει το πολιτικό και ηθικό κόστος. Και αυτό είναι ίσως το πιο εξοργιστικό από όλα: πως η ευθύνη δεν είναι λέξη με ουσία, αλλά απλή ρητορική.
Ταυτόχρονα, η Δικαιοσύνη κινείται με αργούς, βασανιστικούς ρυθμούς. Eναν χρόνο μετά, οι συγγενείς των θυμάτων ακόμα περιμένουν απαντήσεις. Ποιοι ήξεραν και δεν έπραξαν; Ποιοι συγκάλυψαν; Ποιοι καθυστέρησαν την εκπαίδευση και τον εκσυγχρονισμό του δικτύου; Ποιοι απέφυγαν την τεχνολογική αναβάθμιση για να μη θιγούν συμφέροντα; Και πότε, επιτέλους, θα αποδοθεί δικαιοσύνη με όρους που να μην προσβάλλουν τη μνήμη των νεκρών;
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το πώς πολιτικοί σχηματισμοί σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την τραγωδία για κομματικά οφέλη. Ο ανθρώπινος πόνος γίνεται εργαλείο προπαγάνδας, και οι υποσχέσεις για «νέα αρχή» ηχούν κενές, γιατί προέρχονται από τα ίδια στόματα που για χρόνια συνέβαλαν στην αποσύνθεση του δημόσιου τομέα.
Η τραγωδία στα Τέμπη δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Είναι σύμπτωμα. Είναι καθρέφτης. Είναι η ίδια η ιστορία της Ελλάδας μέσα σε λίγες λέξεις: αναξιοκρατία, ατιμωρησία, ανευθυνότητα, προπαγάνδα, καθυστέρηση και, τελικά, λήθη. Κι αν θέλουμε πραγματικά να τιμήσουμε τη μνήμη των νεκρών, πρέπει αυτή η ιστορία να μην ξαναγραφτεί με το ίδιο μελάνι. Ο εκσυγχρονισμός δεν είναι λέξη-μόδα, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Η Δικαιοσύνη δεν είναι θεσμός μόνο για τις αίθουσες των δικαστηρίων, είναι το ανάχωμα της κοινωνίας απέναντι στον κυνισμό. Και η πολιτική δεν είναι σκαλοπάτι εξουσίας, είναι καθήκον απέναντι σε όλους μας.
Πώς μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά; Ας κάνουμε ένα πόρισμα το οποίο στην πορεία μπορεί να αποδειχτεί έωλο κι αν χρειαστεί, θα το ανακαλέσουμε – σιγά, μωρέ. Και μετά θα περιμένουμε ένα άλλο πόρισμα που θα εξετάζει το γιατί το προηγούμενο πόρισμα πήγε στον κάλαθο των αχρήστων. Των αχρήστων, κυριολεκτικά… Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, όμως, η Ελλάδα θα συνεχίζει να θρηνεί. Και κάθε νέα τραγωδία θα είναι απλώς μια επανάληψη του ίδιου, παλιού σεναρίου. Της ίδιας ιστορίας.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.