Προτροπή Πρωθυπουργού προς του τραπεζίτες να μην προχωρήσουν σε αυξήσεις των διαφόρων χρεώσεων και έφοδος της Επιτροπής Ανταγωνισμού στα γραφεία των διοικήσεων των τραπεζών. Νέα πρακτική πίεσης επικοινωνιακής και όχι μόνον, ή εκδήλωση κεκαλυμμένης αδυναμίας της κυβέρνησης να επιβάλλει τελεσίδικα την αναγκαία πολιτική διαχείρισης του προβλήματος των κόκκινων δανείων;

Από την αρχή της κρίσης –με εξαίρεση τον νόμο Κατσέλη- η έμφαση της οικονομικής πολιτικής υπήρξε πάντα στους αριθμούς και τις στατιστικές προσεγγίσεις. Δεδομένα που δυστυχώς εξακολουθούν να επηρεάζονται από την τραγική κατάσταση του τραπεζικού συστήματος. Κανείς όμως μέχρι σήμερα δεν έχει στοιχειωδώς λογοδοτήσει για το πώς βρέθηκαν σε αυτή την κατάσταση οι τράπεζες. Σήμερα, οι περισσότεροι αναλυτές εστιάζουν την προσοχή τους στην αναγκαία επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Ένας από τους ουσιαστικότερους ανασταλτικούς παράγοντες της ανάκαμψης που ο Έλληνας φορολογούμενος έχει πληρώσει ακριβά μέχρι σήμερα.

Κάποια στιγμή θα πρέπει –αν είμαστε ειλικρινείς – να αναγνωρισθεί πως η αδυναμία ορθολογικής λειτουργίας των τραπεζών προ της κρίσης- συνεχίζεται και σήμερα καθώς είναι αδιανόητο δέκα χρόνια μετά να μιλάμε ακόμα για ανάγκη επίλυσης του προβλήματος των κόκκινων δανείων εν είδη «Ηράκλειου άθλου». Οφείλουν όμως οι αναλύτές να ξεκινήσουν τις αναφορές τους από το πρώτο πακέτο στήριξης επί υπουργίας οικονομικών Αλογοσκούφη. Ένα πακέτο 29 δις που κανείς δεν γνωρίζει πως διοχετεύθηκε στο τραπεζικό σύστημα και ποιες οι μετρήσιμες θετικές ή αρνητικές προεκτάσεις της κίνησης αυτής. Ελάχιστοι επίσης θυμούνται το σημαντικό πρόβλημα ρευστότητος του τραπεζικού συστήματος που εμφανίσθηκε το 2012. Κάποια χρόνια προ των capital controls.

Ο νέος Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λούις ντε Γκίντος, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα επεσήμανε για ακόμα μία φορά την ανάγκη ριζικής αντιμετώπισης του προβλήματος που εξακολουθεί να ταλανίζει το τραπεζικό σύστημα. Μία επισήμανση που γεννά εκ νέου ερωτηματικά για την δυνατότητα ή μη των τραπεζών να διαχειρισθούν την επόμενη μέρα της ανάπτυξης όποτε αυτή έλθει. Το σχέδιο «Ηρακλής» έρχεται να προσδώσει σημαντική «εργαλειακή στήριξη», όμως το ερώτημα παραμένει για το αν οι τράπεζες έχουν ανακτήσει την δυνατότητα – πέραν του ελέγχου των λειτουργικών εξόδων μέσω μείωσης χιλιάδων θέσεων εργασίας- να δομήσουν την επόμενη αναπτυξιακή ημέρα.

Αντί άλλης προσαρμογής ως γενική στρατηγική υποστηρικτική της ανάπτυξης, έχει επιλεγεί –προκειμένου να κερδηθεί χρόνος πιθανώς- η διέξοδος των εξουθενωτικών χρεώσεων για κάθε κίνηση και ενώ η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων από τους πελάτες των τραπεζών ξεκίνησε ως σύσταση. Σύσταση «εγκλωβισμού» όμως και αναμενόμενος προπομπός της εξόδου χιλιάδων στελεχών από την εργασιακή τους σχέση. Μόνον κατ΄αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατή η εμφάνιση θετικών αποτελεσμάτων μέχρι την στιγμή που θα είναι δυνατή η εμφάνιση πραγματικά λειτουργικής κερδοφορίας μετά ίσως από δύο ή τρία χρόνια. Μετά την αποτελεσματική λειτουργία του σχεδίου «Ηρακλής». Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που οι οίκοι του εξωτερικού αγοράζουν τα Ελληνικά ομόλογα, αλλά όχι τις τράπεζες κατά δήλωσή τους.

Προφανώς υπάρχει ουσιαστική διασύνδεση της θετικής ανταπόκρισης του αιτήματος για μείωση της απαίτησης διατήρησης ποσοστού των πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ νωρίτερα από την επιβαλλόμενη περίοδο. Κάθε κίνηση –όπως αυτή της εξυγίανσης των τραπεζών- θα λειτουργήσει ενισχυτικά. Όμως, η συλλογιστική θυμίζει λίγο τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του. Απεικονίζει μία στρεβλή προσέγγιση μονοδιάστατης ακολουθίας καθώς η ουσιαστική ενίσχυση των λειτουργιών των τραπεζών θα προέλθει μόνον με την ανάπτυξη των πραγματικών εργασιών. Αντ αυτών αντιμετωπίζουμε χιλιάδες απολύσεις τραπεζικών στελεχών, απροσδιόριστο αριθμό πλειστηριασμών από τα funds εντός ολίγων μηνών με κυοφορούμενο κοινωνικό κόστος ανυπολόγιστου μέχρι σήμερα εύρους.

Είναι εύκολο το βάρος της κριτικής ή της «κάθαρσης» του τραπεζικού συστήματος να εστιάζεται στην απομόνωση των λεγόμενων «μπαταχτσίδων». Όταν όμως δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης ακόμα γίνεται λόγος για επαγγελματίες κακοπληρωτές, τότε σίγουρα το τραπεζικό σύστημα έχει αποτύχει πολλαπλά. Ενός τραπεζικού συστήματος που αδυνατεί να συμμετάσχει επί του παρόντος στον βαθμό που επιβάλλεται στον αναπτυξιακό σχεδιασμό της χώρας. Ενός τραπεζικού συστήματος που αντί ουσιαστικών προιόντων, μοιράζει bonus για αγορές σε supermarket και άλλης μορφής εμπορικές προωθητικές ενέργειες προκειμένου να προσελκύσει καταθέσεις.

Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που οι τράπεζες επικεντρώνονται σε επενδύσεις ακινήτων καθώς ο κλάδος πλέον είναι ο μόνος που σταθερά πλέον έχει εισέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά. Μία ανάπτυξη όμως απρογραμμάτιστη και μη ελεγχόμενη σε σημείο που οι αξίες των ακινήτων να αυξάνουν δυσανάλογα με την γενική εικόνα της οικονομίας. Μία ανάπτυξη που κινδυνεύει να διαμορφώσει στην Αθήνα τουλάχιστον σημαντικό οικιστικό πρόβλημα στο μέλλον. Ίσως το παράδειγμα της τοπικής κυβέρνησης του Βερολίνου να παγώσει για πέντε χρόνια τα ενοίκια να αποτελεί λύση που πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο σχεδιασμό.

Προφανώς δεν θα αμφισβητήσω πως προσπάθειες καταβάλλονται. Παθογένειες δεκαετιών όμως λύνονται με ρίξεις και τομές χωρίς σκέψη για το πολιτικό κόστος. Με ανάδειξη προωθημένων προοδευτικών πολιτικών που θα διαμορφωθούν προκειμένου μία νέα κοινωνική ισορροπία να υποστηρίξει την αναπτυξιακή προσπάθεια. Με πολιτική – όχι επιδοματική- που θα εντάξει παραγωγικά τις εκατοντάδες χιλιάδες ανέργων καθώς και εκείνους που θα χάσουν το σπίτι τους, σε μία νέου τύπου παραγωγική λογική. Το κράτος δεν έχει μόνον χρέος να προστατεύσει την κατοικία των αδυνάμων. Έχει ηθική υποχρέωση να διαμορφώσει τις συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν σε εκείνους που παρά την συνετή στάση τους έχασαν την εργασία τους και κινδυνεύουν επίσης να χάσουν το σπίτι τους να τα διατηρήσουν.

Αυτό θα χαρακτήριζε μία νέου τύπου προοδευτική παραγωγική λογική ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής. Αν δε κάποιοι πολιτικοί θεωρούν πως η κρίση έχει ξεπερασθεί, τότε θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως η κρίση ελλοχεύει ακόμα και στην περίπτωση που αναδεικνύεται αδυναμία προώθησης συνολικών μακροπρόθεσμων καινοτόμων μέτρων γενικότερης ισορροπίας του κοινωνικού συνόλου. Σε αντίθετη περίπτωση, η επόμενη θα εμφανισθεί ταχύτερα και με δυσμενέστερες επιπτώσεις από εκείνη που βιώσαμε.

Η προσπάθεια της κυβέρνησης να ευαισθητοποιήσει τα funds να μην προβούν σε ανεξέλεγκτους πλειστηριασμούς παρά τις ειλικρινείς προθέσεις θα έχει σχεδόν μηδενικό αποτέλεσμα. Τα funds είναι μέρος των «παικτών» του συστήματος εκείνου που συμμετέχει στον καθορισμό της θετικής πορείας των ομολόγων. Όσο δε η διατήρηση της ελκυστικότητάς τους και το χαμηλό κόστος συνεχίζουν να αποτελούν το πρωτεύον ζητούμενο, τόσο και η δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης της κυβέρνησης στο τοπίο των επικείμενων πλειστηριασμών θα είναι μειωμένη.

Αν δεν γίνει αντιληπτό όμως το γεγονός ότι η στρεβλότητα στις αγορές ομολόγων είναι φαινόμενο πρόσκαιρο – το οποίο οφείλουμε να εκμεταλλευθούμε – που απαιτεί συνολικό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, διατρέχουμε τον κίνδυνο η βραχυπρόθεσμη εκμετάλλευση της στρεβλότητας αυτής να προκαλέσει εφησυχασμό που θα οδηγήσουν σε καθυστερήσεις ή αδράνεια με αρνητικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.