Στην Ελλάδα φαίνεται ότι υπάρχει μία τάση γενικώς και αορίστως να μισούμε τις τράπεζες. Κατά την ευρέως κρατούσα νεοελληνική αντίληψη, οι τράπεζες και οι τραπεζίτες θεωρούνται τα υποπροϊόντα του σκληρού αντιλαϊκού παγκοσμίου καπιταλισμού, και ως εκ τούτου η ελληνική κοινωνία οφείλει να τις ξορκίζει και να τις μισεί, διότι τρέφονται από το αίμα του λαού και αρπάζουν το γλίσχρο εισόδημα του εργάτη προς όφελος των πλουσίων πολυεθνικών μονοπωλίων!

Τώρα μάλιστα που στο τραπεζικό παιχνίδι μπήκαν και τα περίφημα funds, τα οποία αρπάζουν τα σπίτια του λαού και πετάνε τους ανήμπορους και ανήξερους ιδιοκτήτες στον δρόμο, με χαρακτηριστική απανθρωπία και σκληρότητα, η απέχθεια των Ελλήνων για τις τράπεζες έχει χτυπήσει κόκκινο.

Αυτή η ακραία μανιχαϊστική θεώρηση των πραγμάτων πηγάζει από τον άκρατο και σαρωτικό αριστερισμό που κατέκλυσε την ελληνική κοινωνία από τη μεταπολίτευση και μετά, και την οποίαν επιτηδείως καλλιέργησαν διάφοροι αρχιλαϊκιστές πολιτικοί με αρχιμουσικούς τον πατριάρχη του λαϊκισμού Ανδρέα Παπανδρέου, και το κακέκτυπο αντίγραφό του, τον κ. Τσίπρα. Έτσι, οι τράπεζες και οι τραπεζίτες κατέληξαν να εκπροσωπούν στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας τους σύγχρονους Λεβιάθαν, οι οποίοι βυσσοδομούν εις βάρος του απλού, απροστάτευτου λαού.

Προσφάτως όμως έχει ξεκινήσει μία σοβαρή συζήτηση από οικονομικούς αναλυτές και πλείστα όσα έντυπα, για το κόστος των τραπεζικών υπηρεσιών. Με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ στο 1,5%, παρατηρήθηκαν ορισμένα ενδιαφέροντα φαινόμενα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα:

1. Τα επιτόκια των δανείων που χρεώνουν οι τράπεζες αναπροσαρμόσθηκαν αμέσως στα νέα υψηλότερα επίπεδα (συν τα γενναία spreads), με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερέστερη η εξυπηρέτηση των δανείων από τους δανειολήπτες, και να εγείρονται φόβοι για πιθανή δημιουργία μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων, μόλις που το τραπεζικό σύστημα είχε καταφέρει να εξαλείψει τα προηγούμενα κόκκινα δάνεια.

2. Αντιθέτως, τα επιτόκια καταθέσεων παρέμειναν ακλόνητα στο μηδέν, πράγμα που έχει ποικιλοτρόπως σχολιασθεί αρνητικά ακόμα και από τον Υπουργό Οικονομικών. Αποτέλεσμα να αυξάνεται ασυμμέτρως η κερδοφορία των τραπεζών, αφού εισπράττουν περισσότερους τόκους από τα δάνεια, και δεν πληρώνουν τίποτα για τις καταθέσεις.

3. Αλλά η εντυπωσιακή αύξηση της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών δεν προήλθε μόνον από τη νέα επιτοκιακή πολιτική που περιέγραψα ανωτέρω.
Φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό προήλθε και από την αύξηση του κόστους παροχής τραπεζικών υπηρεσιών προς το πελατολόγιό τους, δηλ. από την αύξηση των τραπεζικών προμηθειών. Σημειώνω ότι τα συνολικά έσοδα εκ προμηθειών, ως ποσοστό των συνολικών εσόδων των τραπεζών (δηλ. του συνολικού τζίρου), αυξήθηκαν σημαντικά κατά τα τελευταία 3-4 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι αυξήθηκαν οι προμήθειες συγκριτικά με τα λοιπά έσοδα εκ τόκων, αγοραπωλησιών συναλλάγματος, ομολόγων κ.λπ.

Τα ανωτέρω στοιχεία αναφέρονται στους ισολογισμούς των τραπεζών, και αν θεωρήσουμε ότι ο όγκος των εργασιών που υπόκεινται σε τραπεζικές προμήθειες είναι περίπου σταθερός (μία εύλογη υπόθεσις), τότε αυξήθηκαν αισθητά οι προμήθειες που χρεώνουν οι τράπεζες, κατά τα τελευταία χρόνια.

Προσωπικά διαπιστώνω υπέρογκες προμήθειες, ακόμη και σε απλές συναλλαγές στο e-banking, εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να μειώνονται, ως κίνητρο προς την πελατεία να προτιμά το e-banking, και να μη συνωστίζεται στα τραπεζικά υποκαταστήματα, πράγμα που αυξάνει το κόστος λειτουργίας των τραπεζών, αλλά ταλαιπωρεί και τους συναλλασσόμενους, αφού το προσωπικό στα υποκαταστήματα μειώνεται για λόγους περιστολής των δαπανών.

Άρα, οι προμήθειες των τραπεζών έχουν αυξηθεί, και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβολικά, και δικαίως διαμαρτύρεται η κοινή γνώμη για το αυξημένο κόστος.

Πέραν όμως αυτού τίθεται και ένα θέμα αφορολόγητης μεταφοράς πλούτου από τους πελάτες των τραπεζών προς τους μετόχους, οι οποίοι -λόγω της αυξημένης κερδοφορίας των τραπεζών- θα απολαύσουν μεγαλύτερες τιμές μετοχών στο χρηματιστήριο, αλλά και υψηλότερα μερίσματα!

4. Λογικά, αν λειτουργούσε ο ελεύθερος ανταγωνισμός στον τραπεζικό κλάδο, κάποιες τράπεζες θα έπρεπε να μειώσουν τις προμήθειες που χρεώνουν ώστε να προσελκύσουν πελατεία από τον ανταγωνισμό. Βασικός νόμος του υγιούς ανταγωνισμού, ο οποίος όμως μοιάζει να μην ισχύει στην ελληνική τραπεζική αγορά!

Οι τράπεζες μοιάζουν να κινούνται με βάση ενιαίες ευθυγραμμισμένες πολιτικές ως προς την τιμολογιακή πολιτική τους, το οποίον στην επιστήμη των Οικονομικών ονομάζεται «εναρμονισμένες πρακτικές», στην δε καθομιλουμένη καρτέλ.

Αν μπορεί να κάνει κάτι το Υπουργείο, η Κεντρική Τράπεζα ή η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν το γνωρίζω, και σταματώ εδώ διότι δεν είμαι διατεθειμένος να εκπονήσω διδακτορική διατριβή επί του θέματος. Και, βεβαίως, δεν διεκδικώ το αλάνθαστον. Πιθανόν να κάνω κάπου λάθος. Πάντως, υπέρογκες προμήθειες έχω πληρώσει και εγώ για απλές συναλλαγές e-banking, και έχω προσωπική άποψη επ’ αυτού.

Αντίλογος, βεβαίως υπάρχει. Ας τον ακούσουμε και ας βγάλει έκαστος εξ ημών τα συμπεράσματά του.