Να συμφωνήσουμε από την αρχή ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη διέρχεται ξαφνικά -μέσα στον Δεκαπενταύγουστο- μία μείζονα πολιτική δοκιμασία, η οποία δεν οφείλεται ούτε στα αποτελέσματα της πιο φονικής πανδημίας του αιώνα, ούτε σε κάποιο σοβαρό οικονομικό σκάνδαλο, ούτε σε ένα «Μάτι».

Αλλά από μια «νόμιμη παρακολούθηση» κινητού τηλεφώνου μέσω ΕΥΠ, με όλα τα σχετικά που απαιτεί ο νόμος για να συμβεί κάτι τέτοιο. Ητοι, άδεια και γραπτή συναίνεση του αρμόδιου εισαγγελέα, που βρίσκεται επί τούτου στην ΕΥΠ, κατόπιν έγγραφης αιτιολογήσεως του αιτήματος από τη διοίκηση της ΕΥΠ.

Μόνο που στην περίπτωσή μας το κινητό τηλέφωνο ήταν του προσώπου που έμελλε να γίνει τρεις μήνες μετά την έναρξη της παρακολούθησής του αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, του κυρίου Νίκου Ανδρουλάκη. Η μέσω ΕΥΠ με την άδεια του εισαγγελέα παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη έληξε -σύμφωνα πάντα με όσα ανακοίνωσε προχθές μέσω κύκλων της η κυβέρνηση- δύο ημέρες αφότου εκείνος εξελέγη στο αξίωμα αυτό, το οποίο φυσικά τον καθιστά έναν από τους πιο σημαντικούς θεσμικούς παράγοντες της χώρας.

Προφανώς θα αναρωτιέστε γιατί ο κ. Μητσοτάκης λοιπόν, αφού όλα έγιναν νόμιμα όσον αφορά την παρακολούθηση του κινητού του κ. Ανδρουλάκη, έστειλε στο σπίτι τους τον γενικό γραμματέα του γραφείου του Γρηγόρη Δημητριάδη, ανιψιό του και πιο στενό συνεργάτη του, αλλά και τον διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέων.

Επισήμως η απάντηση είναι ότι ο κ. Ανδρουλάκης είναι πολιτικό πρόσωπο και έπρεπε ο κ. Κοντολέων προτού αιτηθεί στον εισαγγελέα ΕΥΠ την παρακολούθηση του κινητού ενός πολιτικού προσώπου να ενημερώσει πρώτα το πρωθυπουργικό γραφείο και μετά να πράξει τα δέοντα αναλόγως των εντολών.

Για τον κ. Δημητριάδη το θέμα είναι πιο απλό, εικάζω, αν και δεν γνώριζε, όπως κατέστη σαφές από την πρώτη στιγμή από την κυβέρνηση, ανέλαβε την πολιτική ευθύνη ως ο αρμόδιος στο γραφείο του πρωθυπουργού για την ΕΥΠ και έτσι παραιτήθηκε. Ετσι γίνεται σχεδόν πάντα, αυτά έχει η πολιτική και ο Δημητριάδης ξέρει από πολιτική από την… ημέρα που γεννήθηκε.

Πέραν αυτών, όμως, προκύπτει μια σειρά από εύλογα ερωτήματα:

Πρώτον, γιατί ο διοικητής της ΕΥΠ, ένας έμπειρος επαγγελματίας σε ζητήματα ασφάλειας (και όχι πρέσβης ή δημοσιογράφος όπως οι προηγούμενοι), αισθάνθηκε την ανάγκη να παρακολουθήσει το κινητό του κ. Ανδρουλάκη; Τι στοιχεία διαθέτει;

Δεύτερον, πώς συναίνεσε μια κατά τεκμήριο έμπειρη Εισαγγελέας Εφετών, της ΕΥΠ, στα στοιχεία και τα έγγραφα που της παρουσίασε ο διοικητής ώστε να ανοίξει το κινητό του κ. Ανδρουλάκη; Το συγκεκριμένο πρόσωπο εκ θέσεως έχει τεράστια πείρα αφού ετησίως δίνει περίπου 3.500 παρόμοιες εξουσιοδοτήσεις.

Ποια είναι η απάντηση άραγε, ότι έσφαλαν σε θέμα αρχής, όπως ότι δεν ενημέρωσαν το πρωθυπουργικό γραφείο, ή εκρίθη ότι τα στοιχεία που είχαν ήταν αδύναμα για να «ανοίξει» ένα κινητό πολιτικού προσώπου;

Η κοινή γνώμη θέλει να ξέρει γιατί άνοιξε το κινητό του αρχηγού του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος και μάλιστα όχι από… συνωμότες του σκότους, όχι από «κοριούς» ή διεθνή συστήματα παρακολούθησης εφαρμογών τύπου WhatsApp, Viber, Signal κ.λπ. όπως το Predator και το Pegasus, αλλά υπό τον «προβολέα» της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με τη συναίνεση Εισαγγελέα Εφετών.

Ας επισημάνουμε ότι μετά την «επισύνδεση» ενημερώνεται θεσμικά και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), η οποία είναι Ανεξάρτητη Αρχή και της οποίας προΐσταται ο κ. Χρήστος Ράμμος από τον Ιούνιο του 2019.

Τρίτον, ένα απλό, απλούστατο πολιτικό ερώτημα, ποιος νοήμων άνθρωπος θα άκουγε τον ευρωβουλευτή Ανδρουλάκη τρεις μήνες πριν από τις εκλογές του ΠΑΣΟΚ μέσω της ΕΥΠ για πολιτικούς λόγους; Μπαίνεις να κλέψεις ένα σπίτι και αφήνεις την ταυτότητά σου;

Δεν το ξέρω και δεν το κατανοώ αυτό, όπως και αρκετά άλλα, τα οποία πάντως δικαιούνται να γνωρίζουν όλοι οι πολίτες. Και φυσικά πρώτα ο θιγόμενος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος -ομολογουμένως ψύχραιμα και νηφάλια- ζήτησε θεσμικά τη διαλεύκανση του ζητήματος.