Βραχυκυκλωμένοι από την επικαιρότητα, που τις τελευταίες μέρες κινείται γύρω από την τρόικα και τις απαιτήσεις της, πολύ φοβάμαι ότι έχουμε χάσει το δάσος, που στην περίπτωσή μας είναι η δεινή οικονομική κατάσταση και η παντελής έλλειψη έστω και ενδείξεων πως με τον νέο χρόνο τα πράγματα θα αλλάξουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ενώ λοιπόν έχουμε ως δεδομένα: ότι περαιτέρω φορολόγηση -είτε φυσικών προσώπων, είτε επιχειρήσεων- δεν αντέχει κανείς και ούτε βεβαίως είναι σε θέση να περάσει η παρούσα Βουλή.

Οτι η κοινωνία έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια αντοχής και ανοχής.

Οτι οι κοινωνικές δαπάνες έχουν περιοριστεί στα όρια της κοινωνικής πρόνοιας.

Οτι η ανεργία παρά τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς είναι -κι ας μην το ξεχνάμε- στο 26,5%.

Οτι η κατανάλωση, παρά τις κατά καιρούς ψυχολογικές ντόπες, σέρνεται, καθώς η αγοραστική δύναμη συνεχίζει να μειώνεται λόγω των συνεχών φορολογικών επιβαρύνσεων.

Και, τέλος, ότι οι μόνες πραγματικές κινήσεις που παρατηρούνται στην αγορά είναι το άνοιγμα φούρνων και καφετεριών (λες και το ρίξαμε όλοι στο ψωμί και τον καφέ για να ξεχνάμε τον πόνο μας!).

Παρά ταύτα οι δανειστές επιμένουν να μας βλέπουν απλώς σαν Ελληνες που με την πονηριά και την κοροϊδία ζουν εις βάρος τους. Δεν ξεχωρίζουν καλούς και κακούς, τίμιους και άτιμους, εργατικούς και τεμπέληδες, πλούσιους και πένητες, δεξιούς και αριστερούς. Ολοι στα μάτια τους είμαστε ένα και το αυτό. Ελληνες που δεν έχουν τιμωρηθεί αρκετά για την περιπέτεια στην οποία τους βάλαμε. Και γι’ αυτό έχουν χαθεί η λογική και ο εποικοδομητικός διάλογος, αλλά και η αξιολόγηση των προτεραιοτήτων που πρέπει να έχει η χώρα. Κάθονται λοιπόν και διαπραγματεύονται με σκληρό τρόπο για το πόσες μέρες άδεια θα πρέπει να παίρνουν οι συνδικαλιστές και τι ποσοστό απαιτείται για την προκήρυξη μιας απεργίας λες κι αυτό είναι το μείζον πρόβλημα της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας για να το συζητάνε μήνες τώρα και οι μεν και οι δε. Ασκούν βέτο για τις δόσεις στον ΕΝΦΙΑ και για το αν πρέπει να ενταχθούν στη ρύθμιση όλοι ή μόνο οι ληξιπρόθεσμοι, όταν στην πράξη, όπως δείχνουν τα στοιχεία από τις πρώτες δύο δόσεις (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος), πάνω από το 80% των υπόχρεων πλήρωσε κανονικά.

Απαιτούν τώρα να απενταχθούν από τον νόμο για τις 100 δόσεις οι επιχειρήσεις, την ώρα που ακόμη κι ένα μικρό παιδί μπορεί να καταλάβει ότι αυτές που απέμειναν εν λειτουργία πρέπει να φροντίσουν να τις κρατήσουν ανοιχτές, προσφέροντας έστω και τέτοιου τύπου διευκολύνσεις.

Αντί λοιπόν στις μαραθώνιες διαπραγματεύσεις να ασχολούνται με τρόπους ενίσχυσης της ανάπτυξης, δηλαδή το μεγάλωμα της πίτας που θα φέρει και περισσότερα φορολογικά έσοδα, θα ανοίξει θέσεις εργασίας που θα συνεισφέρουν και στα ασφαλιστικά ταμεία και με φόρους εισοδήματος, κάθονται και δημιουργούν συνεχώς νέα προσκόμματα με μπροστάρη το ΔΝΤ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βολεύονται και οι Ευρωπαίοι με αυτή τη μέθοδο του καλού και του κακού μπάτσου.

Γιατί εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα είναι πλέον σαφές ότι οι δανειστές δεν θέλουν στην πραγματικότητα κάποια λύση. Δεν θέλουν να βγει η χώρα από το μνημόνιο, δεν εμπιστεύονται καθόλου το ελληνικό πολιτικό σύστημα και γι’ αυτό το θέλουν όσο το δυνατόν απόλυτα εξαρτημένο από τα λεφτά τους και παράλληλα με ισχυρό έλεγχο.

Αδιαφορούν για το αν θα έχουμε εκλογές και ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση τον Μάρτιο, καθώς αν δεν υποκύψουμε πλήρως στις απαιτήσεις τους, δεν πρόκειται να εκταμιευτούν τα 7,5 δισ. που είναι η τελευταία δόση από το τρέχον πρόγραμμα και κατά συνέπεια η νέα κυβέρνηση με το καλημέρα θα βρεθεί με άδειο ταμείο. Επομένως, άντε να βρει επιχειρήματα και να πάει να διεκδικήσει όταν σε λίγες ημέρες δεν θα μπορεί να πληρώσει μισθούς και συντάξεις. Κανονικό πρόβατο επί σφαγήν!