Καταλαβαίνω την αγωνία του πρωθυπουργού να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα με το μνημόνιο και να βγει αυτοδύναμα η χώρα στις αγορές για να καλύψει τις περαιτέρω χρηματοδοτικές της ανάγκες.

Καταλαβαίνω ότι δεν θέλει να περάσει στην Ιστορία ως ο πρωθυπουργός που διαχειρίστηκε τις μνημονιακές υποχρεώσεις χωρίς ωστόσο να καταφέρει να διοικήσει μια χώρα κανονική που δεν χρειαζόταν να παίρνει την άδεια των δανειστών ακόμα και για τα πιο απλά θέματα.

Οπως καταλαβαίνω και την ανθρώπινη ανάγκη να δρέψει έστω μια επιβράβευση για την αποφυγή της άτακτης χρεοκοπίας και την παραμονή στο ευρώ σε πείσμα όσων μας είχαν το 2012 ξεγραμμένους.

Πλην όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως αυτή η αισιοδοξία του, να μας βγάλει πρόωρα από το μνημόνιο και χωρίς να το… σκίσει, είναι υπερβολική.

Και τούτο γιατί παρακολουθώντας κάποιος τις παραμέτρους ενός τέτοιου εγχειρήματος βλέπει πολλές γκρίζες ζώνες τις οποίες προφανώς αντιλαμβάνεται και ο ίδιος με τους επιτελείς του. Σαφώς η πληροφόρηση που έχει και οι υπολογισμοί του επιτελείου του είναι σε μεγαλύτερο βάθος. Εν τούτοις υπάρχουν κάποια θέματα και μεταβλητές που, τουλάχιστον όπως τα βλέπουμε εμείς, ενέχουν μεγάλο ρίσκο τόσο για τον ίδιο όσο και για τη χώρα.

Και πρώτα-πρώτα το θέμα με τα stress tests των τραπεζών από τα οποία θα εξαρτηθεί πόσες ανάγκες για ενίσχυση των κεφαλαίων τους θα βγάλει ο λογαριασμός. Αυτό θα το ξέρουμε στις 26 Οκτωβρίου και δεν μπορεί να προεξοφληθεί τίποτα από τώρα.

Με δυο λόγια, από το υποτιθέμενο μαξιλάρι των 10-12 δισ. που υπάρχει στα ταμεία του ΤΧΣ δεν ξέρουμε πόσα θα απομείνουν στο τέλος για να τα χρησιμοποιήσει η χώρα στην κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών για το διάστημα 2015-16.

Ακόμα-ακόμα, δεν είναι καθόλου βέβαιο αν η ΕΚΤ και οι δανειστές θα μας επιτρέψουν αυτά τα χρήματα να τα χρησιμοποιήσουμε για διαφορετικό σκοπό από αυτόν για τον οποίο μας τα έδωσαν.

Θέλει -και ορθώς- να απαλλαγεί μια ώρα αρχύτερα και από το ΔΝΤ και να μην κάνει χρήση των υπόλοιπων χρημάτων ύψους 15 δισ. που έχουμε λαμβάνειν.

Από πού, όμως, θα αναπληρωθούν τα λεφτά τα οποία θα χρειαστούμε και με τι κόστος;

Διότι σήμερα το ΔΝΤ μας δανείζει με επιτόκιο 4%-4,5% βάσει του εσωτερικού του κανονισμού, ενώ ο EFSF και τα κράτη της Ε.Ε. με επιτόκιο γύρω στο 1,5 %.

Είναι, όμως, κανείς βέβαιος ότι αν βγούμε στις αγορές τώρα θα βρούμε φθηνότερο χρήμα για τα ομόλογά μας; Ηδη τα spreads το τελευταίο διάστημα έχουν πάρει την ανιούσα και οδηγούν το επιτόκιο ενδεχόμενου δανεισμού στο 6,5%-6,8%.

Αντέχει άραγε η χώρα ή το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης να πάρουν μια τέτοια απόφαση; Και πώς θα τη δικαιολογήσουν στον ελληνικό λαό;

Φορτωνόμαστε κι άλλα χρέη αλλά είμαστε ελεύθεροι και ωραίοι;

Οταν μάλιστα τόσο η Μέρκελ όσο και το ΔΝΤ λένε πως τα λεφτά είναι εδώ όποτε τα χρειαστείτε και με χαμηλά επιτόκια σε σχέση με την αγορά.

Βέβαια το φθηνό χρήμα της Ευρώπης δεν δίνεται χωρίς όρους και από την καλή τους την καρδιά. Για να συνεχίσουμε να το παίρνουμε πρέπει να υπογράψουμε τρίτο μνημόνιο και να αναλάβουμε πρόσθετες δεσμεύσεις και μέτρα.

Κι εδώ είναι το κουμπί της όλης υπόθεσης: τόσο αυτή η κυβέρνηση όσο και κάποια άλλη μελλοντική δεν θα μπορέσουν να περάσουν από τη Βουλή κι άλλο μνημόνιο και γι’ αυτό οι όποιες αποφάσεις, πέραν του υψηλού ρίσκου, μοιάζουν και με κάποιο είδος μονόδρομου.

Εκτός κι αν όλα αυτά που εικάζουμε ανατραπούν από άλλου είδους συμφωνίες και υποσχέσεις που δεν γνωρίζουμε ή από εξελίξεις ευρύτερες στην Ευρώπη λόγω Γαλλίας – Ιταλίας, οι οποίες μπορούν ξώφαλτσα να ευεργετήσουν κι εμάς, που σε τελική ανάλυση είμαστε το μικρότερο πρόβλημα αν αναλογιστεί κανείς τα χρέη και τα ελλείμματα στις οικονομίες-πυλώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.