Ένας άγραφος κανόνας της ελληνικής πραγματικότητας λέει ότι όσο αυξάνεται η φορολογία άλλο τόσο πέφτουν τα φορολογικά έσοδα ή, καλύτερα, τόσο αυξάνεται η φοροδιαφυγή.

Ετούτη η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες φυσικά, επειδή δεν θέλει να θίξει το κομματικό πελατολόγιο που εξυπηρετείται από τις δημόσιες δαπάνες, κατέφυγε για άλλη μία φορά σε αύξηση των φόρων, κυρίως μέσω του ΦΠΑ. Οι δανειστές μπορεί μονίμως να ζητούν μείωση του κόστους λειτουργίας του κράτους, όταν όμως βλέπουν απέναντί τους ότι δεν υπάρχει τέτοια διάθεση, συμβιβάζονται με ισοδύναμα μέτρα από νέους φόρους. Παρότι δύσπιστοι, καθώς έχουν καταγεγραμμένη την αποτυχία των προηγούμενων αυξήσεων φόρων, στο τέλος υποχωρούν και περιμένουν να μετρήσουν την αποτελεσματικότητα, η οποία σχεδόν πάντα είναι ατελέσφορη. Σήμερα, την ώρα που η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με την τρόικα για μια σειρά από μέτρα για συντάξεις, Ασφαλιστικό αλλά και δημοσιονομικά, η Βουλή έχει ήδη ψηφίσει τους νέους αυξημένους συντελεστές ΦΠΑ, που πλέον είναι σε ισχύ. Αυτό όμως συνέβη χωρίς καμία προηγούμενη προπαρασκευή του ελεγκτικού μηχανισμού, ο οποίος είναι αποδεκατισμένος από τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και τα «κομματικά ψυγεία». Ακόμα και αυτός ο ελλειμματικός μηχανισμός, όμως, εμφανίζεται ασυντόνιστος, χωρίς κατεύθυνση και στόχους, με αποτέλεσμα να τρέχουν κυριολεκτικά στα πανηγύρια για να συλλάβουν τη φοβερή φοροδιαφυγή, όταν στις μεγάλες και σίγουρες εστίες της γίνεται κυριολεκτικά πάρτι.

Για παράδειγμα, όποιος έχει ακόμα τη δυνατότητα να επισκεφθεί κάποιον από τους τουριστικούς προορισμούς και κυρίως σε περιοχές που δεν ανήκουν στους δημοφιλείς προορισμούς, θα διαπιστώσει σε κάθε συναλλαγή του τα ακόλουθα:

– Τόσο με ΦΠΑ, τόσο χωρίς απόδειξη, στις «καλές περιπτώσεις».
– Στις κακές περιπτώσεις (8 στις 10), δεν κόβεται καν απόδειξη και η πληρωμή γίνεται με τον λογαριασμό πάνω στο χαρτί της παραγγελίας. Μάλιστα, αν διαμαρτυρηθεί ο πελάτης, ακούει και μια ολόκληρη θεωρία για το κράτος-συνέταιρο και κλέφτη, που το έχουν χρυσώσει χωρίς καμία ανταποδοτικότητα κ.λπ.
– Τα περισσότερα μαγαζιά δεν δέχονται πληρωμή με κάρτα, ενώ όσα δέχονται απαιτούν να πληρωθούν και την τραπεζική προμήθεια.
– Τα ενοικιαζόμενα δωμάτια πληρώνονται μόνο με μετρητά και χωρίς απόδειξη, με το αιτιολογικό ότι κάνουν καλύτερη τιμή!
– Οι τιμές των προσφερόμενων υπηρεσιών, ό,τι και να λένε τα συλλογικά τους όργανα, όχι απλώς δεν έχουν μειωθεί λόγω της κρίσης, τουναντίον είτε έχουν αυξηθεί είτε παραμένουν στα ίδια επίπεδα με τις εποχές των παχιών αγελάδων!

Και όλοι αυτοί οι «επαγγελματίες» του τουρισμού γκρινιάζουν και βρίζουν με την κάθε ευκαιρία για την κατάσταση στην οποία μας έφεραν οι πολιτικοί και όλοι μαζί επίσης ψήφισαν τον δικό τους, όχι στο πρόσφατο δημοψήφισμα, και έχουν έναν καλό λόγο για την κυβέρνηση που… αν μη τι άλλο προσπαθεί! Εννοώντας προφανώς ότι προσπαθεί να μην τους θίξει τα κεκτημένα και να μην αλλάξει τίποτε σ’ αυτόν τον τόπο. Επομένως, με τα μικρά αυτά καθημερινά παραδείγματα που είναι οφθαλμοφανή στον καθέναν γίνεται αντιληπτό πως η φοροδιαφυγή, που πάντα θεωρητικά είναι ο κυρίαρχος στόχος της κάθε κυβέρνησης και ειδικότερα της σημερινής που τον έχει κάνει σημαία και έχει μάλιστα θεσπίσει και ειδικό υπουργείο Κατά της Διαφθοράς, δεν πρόκειται να θιγεί στο ελάχιστο. Πόσο μάλλον στα παράκεντρα της μεγάλης και οργανωμένης φοροδιαφυγής.

Πομφόλυγες κα κορόνες στη Βουλή για τους αδαείς, και όταν έρχεται η ώρα το κράτος να κάνει ταμείο στα έσοδά του, πάντα θα διαπιστώνει μεγάλες αποκλίσεις τις οποίες στη συνέχεια θα προσπαθεί να κλείσει με νέους φόρους. Νέους φόρους γι’ αυτούς που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να φοροαποφύγουν, γιατί απλά είναι μισθωτοί και ο φόρος τους προκρατείται με τη μισθοδοσία. Για να αυξηθεί η εισπραξιμότητα των φόρων, όμως, απαιτείται πρώτα απ’ όλα η οργάνωση του κράτους και των ελεγκτικών του μηχανισμών. Από εκεί έπρεπε να ξεκινήσει και τούτη η κυβέρνηση και όχι από την αύξηση των συντελεστών για τα μόνιμα υποζύγια. Δυστυχώς, όμως, και τούτοι ακολουθούν την πεπατημένη, να βολέψουν τα δικά τους παιδιά σε θέσεις ευθύνης, με μια ανευθυνότητα που θα πληρώσουμε όλοι πολύ ακριβά για άλλη μία φορά.