Και είναι αλήθεια έως έναν βαθμό – πολλοί πίστεψαν ότι δεν ήρθε δα και το τέλος του κόσμου και ότι θα τη γλιτώσουμε με μικρές απώλειες.

Τώρα όμως που θεωρητικά έχει ξανανοίξει η οικονομική δραστηριότητα και αρχίζουν να τρέχουν οι υποχρεώσεις, διαπιστώνεται με πικρό τρόπο ότι η βαθιά ύφεση δεν είναι μια αφηρημένη έννοια που αφορά κάποιους άλλους.

Τώρα διαπιστώνεται ότι η κατανάλωση είναι περιορισμένη και η αγοραστική διάθεση των πολιτών που βγήκαν από την καραντίνα μειωμένη.

Και δεν είναι γιατί υπάρχουν οι περιορισμοί λόγω κορωνοϊού. Είναι γιατί ο κόσμος είναι ακόμα φοβισμένος για το τι θα ακολουθήσει και τι ακόμα μας περιμένει από το μέτωπο της δημόσιας υγείας, και δεν είναι δείγμα επιστροφής στην κανονικότητα οι νεολαίοι που συνωστίζονται στα μπαράκια χωρίς προφυλάξεις.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό. Τα ίδια παρατηρούνται σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

Διαπιστώνεται μια επιφυλακτικότητα, η οποία τροφοδοτείται και από τους επιστήμονες που δεν σταματούν -και καλά κάνουν, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους- να επισημάνουν τους κινδύνους που ακόμα ελλοχεύουν και ανά πάσα στιγμή μπορούν να φέρουν την αναζωπύρωση και το δεύτερο κύμα μιαν ώρα αρχύτερα.

Ετσι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης και των παραγόντων του τουρισμού να διαφημίσουν τη χώρα ως ασφαλή τουριστικό προορισμό, προσκρούουν στις συστάσεις των κυβερνήσεων προς τους πολίτες τους ότι φέτος είναι καλύτερα να προτιμήσουν τη χώρα τους.

Γι’ αυτό και δεν υπάρχει μια ενιαία πολιτική στην Ευρώπη για το άνοιγμα των συνόρων. Ολες οι χώρες στην ουσία επιχειρούν να τονώσουν τον εσωτερικό τους τουρισμό και να περιορίσουν το χρήμα που θα μπορούσαν να ξοδέψουν οι πολίτες τους εκτός συνόρων. Και το κάνουν εμμέσως καλλιεργώντας φόβους για το τι μπορεί να πάθουν έξω από την «ασφάλεια» του δικού τους συστήματος αντιμετώπισης του COVID-19.

Λογικό και αναμενόμενο, άλλωστε. Εχουμε αναρωτηθεί μήπως πόσοι από εμάς θα πήγαιναν στη Λομβαρδία, στην Αγγλία ή στην Ισπανία για διακοπές ακόμα κι αν τους προσφέρονταν εισιτήρια και ξενοδοχεία έστω και στη μισή τιμή; Είναι πολλοί αυτοί που θα ρίσκαραν; Μάλλον όχι.

Κατά συνέπεια, ας κρατάμε μικρό καλάθι για τον αναμενόμενο τουρισμό και ας προετοιμαζόμαστε ως οικονομία για τις βαριές συνέπειες της βαθιάς ύφεσης, της ανεργίας, των λουκέτων και του νέου κύματος ληξιπρόθεσμων οφειλών σε Εφορία, Ταμεία, τράπεζες κ.λπ.

Τα επιδόματα τελειώνουν, οι ρυθμίσεις λήγουν μέσα στο καλοκαίρι και η σκληρή πραγματικότητα έρχεται από τον Σεπτέμβριο που θα γίνει το ταμείο. Την ίδια ώρα, έχουν παγώσει προγραμματισμένες επενδύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, οικοδομικά έργα, αγορά ακινήτων και όλες εκείνες οι δραστηριότητες που από το τέλος της προηγούμενης χρονιάς και στο πρώτο δίμηνο της τρέχουσας έδιναν την αίσθηση της ανάπτυξης και του τέλους της λιτότητας. Λογικό είναι να αναβάλλονται και οι προγραμματισμένες μειώσεις φόρων και εισφορών για τις οποίες είχε δεσμευτεί η κυβέρνηση και οι οποίες θα τόνωναν επιχειρήσεις και νοικοκυριά και θα αποκαθιστούσαν τις αδικίες των μνημονίων.

Τώρα, αυτό που προέχει είναι να αντιμετωπιστούν οι νέες τεράστιες τρύπες που δημιουργούνται καθημερινά στα δημόσια οικονομικά. Κακά τα ψέματα, τα πολυδιαφημισμένα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης και αργούν να εκταμιευτούν, αλλά κυρίως δεν επαρκούν γιατί η ζημιά θα είναι μεγάλη. Χρήσιμα μεν, ανεπαρκή δε.

Οι ελπίδες πλέον στην επόμενη χρονιά και υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν βρεθεί το εμβόλιο και το φάρμακο και δεν θα μας βρει κάποιο άλλο κακό, όπως στα εθνικά θέματα με την Τουρκία, όπου η ανησυχία δεν είναι πλέον άνευ περιεχομένου.