Με αφορμή το τέλος του μαρτυρίου των Πανελλαδικών Εξετάσεων για άλλα 100.000 Ελληνόπουλα, αναρωτιέμαι πόση αξία έχουν πλέον τόσο η επιτυχία όσο και η αποτυχία αυτών των παιδιών αλλά και αυτών που προηγήθηκαν ή έπονται.

Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και μέχρι πριν από μερικά χρόνια, η εδραιωμένη πεποίθηση του κάθε γονιού ήταν το «μάθε, παιδί μου, γράμματα» για να ξεφύγεις από τη μιζέρια της αγροτιάς, του εργάτη του κτηνοτρόφου του ψαρά κ.λπ. Και για τις σπουδές των παιδιών που θεωρούνταν η καλύτερη επένδυση, οι οικογένειες μοχθούσαν και στερούνταν πολλά, αλλά θεωρούσαν ότι οι θυσίες άξιζαν τον κόπο. Το όνειρο βέβαια της κάθε οικογένειας αλλά και των σπουδαγμένων παιδιών ολοκληρωνόταν με την κατάληψη μιας θέσης στην ασφάλεια του Δημοσίου. Υπήρξαν μάλιστα εποχές όπου μια θέση στο Δημόσιο αποτιμάτο ως μια καλή προίκα για νύφες και γαμπρούς.

Περιττή η αναφορά στις μεθόδους του πολιτικού συστήματος για την εξασφάλιση αυτού του στόχου ζωής χιλιάδων νέων και τα ανταλλάγματα στην τροφοδότηση του πελατειακού κράτους ακόμα και σε ανεξάρτητους θεσμούς της Πολιτείας.

Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι και σήμερα μια θέση στο Δημόσιο μπορεί να μην έχει την ίδια αξία σε σχέση με το παρελθόν, εντούτοις όσοι απόμειναν ή ενδέχεται να μπουν στο μέλλον απολαμβάνουν ακόμα την ασφάλεια της μονιμότητας και της προστασίας του πολιτικού συστήματος εις βάρος του ιδιωτικού τομέα όπου απασχολούνται τα «αποπαίδια» της ελληνικής κοινωνίας.

Πέραν αυτών, όμως, και για να επανέλθω στα της μόρφωσης και των νέων φοιτητών δεν ξέρω πόσοι από αυτούς έχουν επίγνωση τι τους περιμένει με το πέρας των σπουδών τους, όταν θα αποφασίσουν τη γνώση που απέκτησαν με κόπο να την εξαργυρώσουν στην αγορά εργασίας.

Σε μια χώρα χρεοκοπημένη, με ανύπαρκτες δουλειές όπου τα πανεπιστημιακά πτυχία, τα μεταπτυχιακά αλλά και τα διδακτορικά αφθονούν και είναι αναλογικά με τον πληθυσμό ίσως τα περισσότερα στην Ευρώπη. Σε μια χώρα όπου οι άνεργοι και υποαπασχολούμενοι πτυχιούχοι είναι εκατοντάδες χιλιάδες και οι νέοι επιστήμονες που πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς επίσης πολλές χιλιάδες.

Βλέπετε, οι χρόνιες στρεβλώσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος και ο λάθος προγραμματισμός δημιούργησαν μια πραγματικότητα όπου κάθε ευρύτερη ελληνική οικογένεια (κάθε σόι) διαθέτει πλέον έναν γιατρό, έναν δικηγόρο, έναν πολιτικό μηχανικό, έναν οικονομολόγο και πάει λέγοντας! Χώρια τα εκατοντάδες άλλα πτυχία που μας προκύπτουν από τις πλέον απίθανες πανεπιστημιακές σχολές που ιδρύθηκαν από το πολιτικό σύστημα τις προηγούμενες δεκαετίες μόνο και μόνο για να δημιουργηθούν έδρες καθηγητών και σχολές απ’ άκρου εις άκρον της ελληνικής επικράτειας.

Και αν οι οικογένειες και τα παιδιά δίνουν τον αγώνα τους για τη μόρφωση, η οποία είναι απαραίτητη στο «χτίσιμο» προσωπικοτήτων και πολιτών που θα μπορούν να καταλαβαίνουν τον κόσμο στον οποίο καλούνται να ζήσουν, να δράσουν και να κάνουν επιλογές, μπράβο και ξανά μπράβο. Πολύ φοβάμαι όμως ότι η συντριπτική πλειονότητα σπουδάζει και απαιτεί (όχι αδίκως) ο τίτλος σπουδών να έχει αντίκρισμα όσον αφορά την επαγγελματική αποκατάσταση.

Και αυτό είναι το μέγα πρόβλημα που ήδη το βιώνουμε και θα εντείνεται συνεχώς όσο η Πολιτεία δεν αποφασίζει πόσους γιατρούς, νομικούς, μηχανικούς, δασκάλους κ.ά. χρειάζεται η χώρα. Αυτό, όμως, έχει μεγάλο πολιτικό κόστος και δεν το αναλαμβάνει εύκολα κανένα από τα κόμματα. Ετσι, κράτος και γονείς επενδύουν και ξοδεύουν στις σπουδές των παιδιών μας ώστε να ικανοποιείται το κοινό αίσθημα, αδιαφορώντας αν αυτές τις «επενδύσεις» διά της δωρεάν παιδείας θα τις εκμεταλλευτούν αύριο κάποιες άλλες χώρες, με την απορρόφηση φθηνού επιστημονικού προσωπικού που παράγει η χρεοκοπημένη Ελλάδα.

Αυτά βέβαια δεν απασχολούν τους τωρινούς επιτυχόντες -κι έτσι πρέπει- γιατί ζουν τις επιτυχίες τους και έχουν μπροστά τους ίσως τα ομορφότερα χρόνια της ζωής τους, τα φοιτητικά. Για το μετά υπάρχει χρόνος και έχει ο Θεός!