Ωραία τα κατάφεραν πάλι.

Αυτοπαγιδεύτηκαν σ’ ένα ακόμα δίλημμα ανάμεσα σε μια βαριά και επαχθή συνθηκολόγηση και σε μια ολέθρια για τον τόπο ρήξη με τους δανειστές.

Και ειλικρινά δεν ξέρω ποια θα είναι στο τέλος η επιλογή τους. Να μας υποβάλουν στην πληρωμή ενός πενταπλάσιου λογαριασμού από αυτόν του Χαρδούβελη που κατήγγειλαν ως απαράδεκτου και προδοτικού ή να πάρουμε τον δρόμο χωρίς επιστροφή, αυτό της εξόδου από το ευρώ με όλα τα δεινά που μόνο υποψιαζόμαστε γιατί η πραγματικότητα θα είναι ακόμα χειρότερη.

Τα κατάφεραν λοιπόν μετά από νέες σκληρές διαπραγματεύσεις, τέτοιες που μόνο εκείνοι ξέρουν να κάνουν, ενώ οι προηγούμενοι…

Η επικρατούσα άποψη βέβαια συνηγορεί ότι τελικά θα προτιμήσουν τη συνθηκολόγηση και θα δεχτούν όλες τις απαιτήσεις των δανειστών γιατί διαφορετικά οι ίδιοι έχουν να χάσουν πολλά.

Εχουν να χάσουν την εξουσία και τις θέσεις, στις οποίες έχει βολευτεί όλος ο στενός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ. οικογενειακώς, και, το κυριότερο, μετά την απομάκρυνση από την εξουσία είναι ορατό το ενδεχόμενο της λογοδοσίας όχι στην κάλπη αλλά σε φυσικό δικαστή, για τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αστοχίες που επισώρευσαν νέα βάρη στη χώρα και τους πολίτες.

Η εσπευσμένη συζήτηση μέσα στο Σαββατοκύριακο του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που ανατρέπει για άλλη μία φορά προς το δυσμενέστερο τις ζωές όλων μας, εργαζομένων και συνταξιούχων, είναι ένα πρώτο δείγμα «καλής θέλησης» εν όψει του δευτεριάτικου Eurogroup.

Ακολουθούν με ταχείες διαδικασίες και το Φορολογικό και όλα τα άλλα νομοσχέδια που είναι προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της αξιολόγησης. Και μη ρωτάτε αν ο χρόνος είναι αρκετός για διεξοδικές συζητήσεις. Fast track διαδικασίες, κατά τα ειωθότα.

Ο δε υποτιθέμενος διάλογος και η διαβούλευση με την κοινωνία, αυτό μοιάζει με ανέκδοτο, καθώς δεν κρατήθηκαν ούτε τα προσχήματα με μικρές έστω υποχωρήσεις.

Αποφασίζομεν και διατάσσομεν, που έλεγαν κάποιοι άλλοι, σε άλλες σκοτεινές εποχές της νεότερης Ιστορίας μας.

Το μόνο που αποζητούν τώρα οι σκληροί μας διαπραγματευτές είναι ένας φερετζές για να κρύψουν τα μούτρα τους και να ‘χουν κάτι να λένε γιατί προχώρησαν σε μια τέτοια ταπεινωτική και επώδυνη συνθηκολόγηση. Κι αυτός δεν είναι άλλος από το χρέος.

‘Η, μάλλον για να ακριβολογούμε, την έναρξη της συζήτησης για το χρέος.

Η έναρξη των συζητήσεων, βέβαια, όπως καταλαβαίνουμε όλοι, δεν σημαίνει και ρύθμιση του χρέους αυτόματα με την αξιολόγηση.

Οι συζητήσεις επ’ αυτού, λένε ευρωπαϊκές πηγές, θα κρατήσουν χρόνια. Μπορεί και μέχρι το 2020 ή και το 2022, καθώς οι μεγάλες δόσεις που δεν μπορούν να αποπληρωθούν από τη χώρα είναι από το ’22 και μετά, οπότε οι ρυθμίσεις στην αποπληρωμή με σπάσιμο και επιμήκυνση δεν επείγουν για τους Ευρωπαίους.

Με άλλα λόγια, σε κουβέντα να βρισκόμαστε, δίνοντας παράλληλα και άλλοθι στο ΔΝΤ, που επιμένει στη ρύθμιση, για να είναι σύννομο με τον εσωτερικό του κανονισμό και να συνεχίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα.

Με αυτό λοιπόν το «τυράκι», της έναρξης των συζητήσεων του χρέους, θα επιχειρήσουν να εμφανίσουν στο ακροατήριό τους ξανά την ταπεινωτική συμφωνία σε νίκη, θεωρώντας δεδομένο ότι οι περισσότεροι θα πειστούν και -γιατί όχι- θα πανηγυρίσουν κιόλας.

Αυτό που δεν γνωρίζουν -και προφανώς ούτε και εγώ- είναι πώς θα αντιδράσουν οι Ελληνες πολίτες όταν από την επομένη της ψήφισης των νέων μέτρων θα αρχίσει να φτάνει στο καθέναν προσωπικά το μερίδιο του νέου λογαριασμού.

Γιατί, κακά τα ψέματα, άλλο είναι να ακούει κανείς για μέτρα 5,5 δισ. έτσι γενικώς και αορίστως, κι άλλο είναι να δει τη σύνταξή του πετσοκομμένη ξανά και τον προσωπικό του ΑΦΜ χρεωμένο με επιπλέον ποσά.

Και το χειρότερο όλων, να καταλάβει ότι τα νέα βάρη είναι αποτέλεσμα ερασιτεχνικών χειρισμών και τιμωρίας της αυθάδειας έναντι αυτών που με τα λεφτά τους μας συγκρατούν ακόμα από την πυρηνική καταστροφή της χρεοκοπίας.