Η κατάληξη των διαπραγματεύσεων ένα μόνο πράγμα εγγυάται με ασφάλεια: τη φτωχοποίηση των πάντων, με πρωτοφανή ισοπέδωση προς τα κάτω, έτσι που να μην αφήνει κανένα περιθώριο στη δημιουργικότητα, στην εργατικότητα και στην ανάπτυξη.

Με το πέρας των διαπραγματεύσεων με το κουαρτέτο τελειώνουν και οι ύστατες ψευδαισθήσεις ότι θα μπούμε επιτέλους σε μια υποτυπώδη κανονικότητα.

Τελειώνει και αυτή η πλάνη της κυβέρνησης, με τις δήθεν κόκκινες γραμμές της και τη σκληρή μάχη που δίνει για να προστατεύσει τους αδύναμους με αναδιανομή των βαρών στους έχοντες. Η πικρή αλήθεια είναι ότι παραδίνεται χωρίς όρους στις απαιτήσεις των δανειστών, με την ίδια ευκολία με την οποία μέσα σε λίγες ώρες έκανε «Ναι» το «Οχι» του δημοψηφίσματος.

Οι νέες βαρύτατες περικοπές στις συντάξεις που αποδέχτηκε είναι σαφώς τρισχειρότερες από τις περικοπές που ετοιμαζόταν να κάνει ο Σαμαράς με τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος και μόνο στις επικουρικές συντάξεις, ενώ τώρα η αριστερή μας κυβέρνηση αποδέχεται περικοπές και στις κύριες συντάξεις και στην εθνική σύνταξη και ουσιαστικά δεν αφήνει πέτρα στην πέτρα.

Συνάμα, τα νέα φορολογικά βάρη που έρχονται σε όλους και όχι μόνο στους έχοντες αποτελειώνουν τον Ελληνα πολίτη, αλλά και βάζουν ταφόπλακα στην όποια πιθανότητα υπήρχε να κλείσει ο πολυετής κύκλος της ύφεσης.

Η κατάληξη των διαπραγματεύσεων ένα μόνο πράγμα εγγυάται με ασφάλεια: τη φτωχοποίηση των πάντων, με πρωτοφανή ισοπέδωση προς τα κάτω, έτσι που να μην αφήνει κανένα περιθώριο στη δημιουργικότητα, στην εργατικότητα και στην ανάπτυξη. Δεν βγάζει νόημα πια για κανέναν, είτε δουλεύει είτε όχι, όταν στην ουσία από τον ονομαστικό μισθό ή τα ονομαστικά έσοδα είναι ζήτημα αν στο τέλος θα απομένει ένα καθαρό 30% για να ζήσει και να αντιμετωπίσει κανείς όλες τις υπόλοιπες ανάγκες επιβίωσης.

Με άλλα λόγια, χειρότερα δεν γίνεται. Και μάλιστα από μια κυβέρνηση που επανεκλέχθηκε με σημαία τα «όχι» σε νέα φορολογικά βάρη, τα «όχι» στις μειώσεις συντάξεων και στις σκληρές διαπραγματεύσεις που θα κάνει, σε αντίθεση με τους προηγούμενους που ήταν «yes, men»! Δεν ξέρω πώς θα διαχειριστούν επικοινωνιακά αυτή τη διαφαινόμενη κατάληξη -αν και, όπως έχουμε δει και άλλες φορές, είναι μανούλες στο να παρουσιάζουν το μαύρο άσπρο-, η ουσία όμως δεν μπορεί να αλλάξει. Με την ψήφιση των νέων μέτρων θα αρχίσουν να έρχονται οι εξατομικευμένοι λογαριασμοί για τον καθέναν. Βαρύτεροι για τους «πλούσιους» των 20.000 και 25.000 ευρώ ετησίως, ανεξαρτήτως οικογενειακών βαρών, και λιγότεροι γι’ αυτούς που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας – όλοι όμως θα πληρώσουν επιπλέον αυτών που πλήρωναν μέχρι τώρα. Οσο για το λαϊκίστικο σύνθημα ότι τώρα θα μάθουν να πληρώνουν αυτά που τους αναλογούν και οι πλούσιοι και οι φοροφυγάδες αποδεικνύεται άλλη μία φούσκα.

Γιατί στην πραγματικότητα θα πληρώνουν οι έντιμοι φορολογούμενοι και αυτοί που δεν έχουν τρόπο να κρύψουν εισοδήματα. Δηλαδή τα μόνιμα υποζύγια. Αλλωστε, με βάση τις φορολογικές δηλώσεις, αυτοί που απόμειναν να δηλώνουν εισοδήματα πάνω από 100.000 ευρώ τον χρόνο είναι περίπου 30.000 φυσικά πρόσωπα και μεταξύ 50.000-100.000 ευρώ άλλοι 70.000. Από αυτούς τους έντιμους «πλούσιους», ακόμα κι αν τους φορολογούσαν με 100%, ελάχιστα θα συγκέντρωναν και σε καμία περίπτωση δεν θα έκλειναν οι δημοσιονομικές τρύπες.

Το παράδοξο όμως που έχει να κάνει με τις μόνιμες αγκυλώσεις της Αριστεράς (όχι ότι και οι προηγούμενοι έκαναν αυτό που έπρεπε) είναι ο τομέας των δαπανών. Δεν αγγίζουν το ιερό δισκοπότηρο που λέγεται κράτος και είναι η μόνη κόκκινη γραμμή τους. Αρνούνται πεισματικά να κλείσουν άχρηστους οργανισμούς, να κάνουν αξιολογήσεις και απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων όπου δεν χρειάζονται. Ολοι τους είναι απαραίτητοι και στενή κομματική πελατεία και οι κρατικές δαπάνες δεν μπορούν να περικοπούν γιατί πώς αλλιώς θα πληρώνονται και οι στρατιές των νέων αριστερών προσλήψεων σε ένα φαλιρισμένο κράτος!

Μετά ταύτα, the game is over και το γνωστό σενάριο Σόιμπλε είναι και πάλι προ των θυρών.