Ένας προβληματισμός που προβάλλεται από πολλούς, κόντρα στις αισιόδοξες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία, είναι το δυσθεώρητο ύψος ως ποσοστό του ΑΕΠ του εξωτερικού χρέους, το οποίο αισίως έφθασε στο 205%.

Το επιχείρημα που ακούγεται είναι πως με χρέος στο 180% μπήκαμε στα μνημόνια καθώς δεν μπορούσαμε πλέον να δανειστούμε από τις αγορές ενώ τώρα με 205% όλοι ομιλούν για βιώσιμο και διαχειρίσιμο χρέος.

Την απάντηση τη δίνουν οι ίδιες οι αγορές που συνεκτιμούν σε κάθε εποχή τα δεδομένα και με βάση αυτά κάνουν τις τοποθετήσεις τους. Η σημερινή εικόνα της Ελλάδος δεν έχει καμία σχέση με αυτή πριν από 12 χρόνια και τούτο γιατί το σκηνικό είναι τελείως διαφορετικό τόσο εσωτερικά όσο και στο διεθνές περιβάλλον.

Πρώτον, η συμπίεση που έγινε όλα τα προηγούμενα χρόνια τόσο στα εισοδήματα και στις δημόσιες δαπάνες αλλά και τις αξίες των κρατικών και ιδιωτικών assets ήταν πρωτόγνωρη όταν την ίδια ώρα αυτές κάλπαζαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σήμερα η Ελλάδα είναι “φθηνή” και προσφέρει πολλές επενδυτικές ευκαιρίες τόσο για τη μετάβαση της στη νέα ψηφιακή εποχή και την εποχή της πράσινης ενέργειας όσο, στον τουρισμό και στις αξίες της ακίνητης περιουσίας.

Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια αλλά και η σημαντική μείωση των επενδυτικών αντικινήτρων, έστρεψαν τα βλέμματα των επενδυτικών funds στη χώρα μας εξ ου και οι σημαντικές επιχειρηματικές συμφωνίες που κλείνονται το τελευταίο διάστημα αξίας πολλών δισ. ευρώ.

Οι επενδύσεις λοιπόν σε συνδυασμό με την απρόσμενα καλή τουριστική σεζόν τηρουμένων των αναλογιών, καθώς βρισκόμαστε στο μέσον της πανδημικής κρίσης, οι καλές εξαγωγικές επιδόσεις, η αύξηση της κατανάλωσης και τα πολλά δισ. που δόθηκαν για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων τους τελευταίους μήνες, σπρώχνουν την ανάπτυξη ψηλότερα. Μια ανάπτυξη που αν συνυπολογιστούν και τα κονδύλια που θα εισρεύσουν στην ελληνική αγορά τα επόμενα χρόνια από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα συνεχιστεί για τουλάχιστον άλλα 5 χρόνια με τους μετριότερους υπολογισμούς των ξένων οίκων.

Κι είναι αυτή η ανάπτυξη που θα ρίξει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 186% το 2026 όπως αναφέρουν στις αναλύσεις τους οι διεθνείς χρηματοοικονομικοί οίκοι.

Επιπρόσθετα το χρέος παρότι υψηλό κρίνεται βιώσιμο γιατί έχει αλλάξει το προφίλ του. Οι χαμηλότοκες εκδόσεις που μας προσφέρουν οι αγορές στα ομόλογα μας, αντικαθιστούν παλιότερες εκδόσεις που είχαν υψηλά επιτόκια και επομένως πέφτει το κόστος αποπληρωμής. Μεγαλύτερο ΑΕΠ όμως σημαίνει και μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα και άρα περισσότεροι φόροι για το κράτος άρα και και καλύτερη ευχέρεια για κοινωνική πολιτική και ελάφρυνση των βαρών στα ελληνικά νοικοκυριά.

Με άλλα λόγια, ναι υπάρχει μεγάλη διεθνώς ρευστότητα, αλλά οι διαχειριστές των αγορών δεν τρελάθηκαν ξαφνικά ούτε τυφλώθηκαν από την αγάπη τους για τη χώρα. Πάντα κινούνται by the book κι αυτή την περίοδο η Ελλάδα και με την ασπίδα της ΕΚΤ, δεν αποτελεί επενδυτικό ρίσκο, είναι φθηνή σαν αγορά, με προοπτικές και προσφέρει αποδόσεις που δεν τις βρίσκουν εύκολα σε άλλες χώρες.

Το στοίχημα επομένως για την κυβέρνηση η οποία απολαμβάνει ακόμα της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος σύμφωνα με τις μετρήσεις, είναι να μην κάνει εκπτώσεις στις μεταρρυθμίσεις και να αποφύγει λάθη που τραυματίζουν την εικόνα της. Ένα άλλο μεγάλο στοίχημα, είναι οι νέες μόνιμες θέσεις εργασίας που θα δώσουν το σήμα πως κάτι αλλάζει γιατί με τις επιδοτούμενες θέσεις και τα προγράμματα του ΟΑΕΔ διαιωνίζεται μια νοσηρή και αντιπαραγωγική κατάσταση.

Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη στην οποία ποντάρει η χώρα για να βγει από τα αδιέξοδα της μεγάλο μέρος της κοινωνίας, πρέπει να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο και να αφορά όσο το δυνατόν περισσότερους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και όχι για να ικανοποιεί μόνο τα κριτήρια επιλεξιμότητας των αγορών.