Η φιλοεπενδυτική πολιτική, οι μικρές μειώσεις φόρων και εισφορών, σε συνδυασμό με τους θετικούς δείκτες στα πλεονάσματα και την ανάπτυξη, καλλιέργησαν το σενάριο της σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα.

Η πραγματικότητα όμως, όπως συμβαίνει πάντα, έρχεται να διαψεύσει τις εθνικές μας φαντασιώσεις και να μας προσγειώσει στη σκληρή καθημερινότητα, καθώς οι πληγές που άφησαν στην κοινωνία τα μνημόνια και η δεκαετής κρίση είναι βαθιές και εν πολλοίς ανεπούλωτες.

Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας και μάλιστα υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα μας βρουν άλλα απρόσμενα προβλήματα είτε από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είτε στα εθνικά θέματα ή στο Μεταναστευτικό.

Στο μεταξύ, η ωμή πραγματικότητα που βιώνουν οι περισσότεροι Ελληνες, όπως αυτή καταγράφεται σε επίσημες έρευνες, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το κλίμα αισιοδοξίας που καλλιεργεί η κυβέρνηση, αλλά είχε ανάγκη και η κοινωνία μετά την άφρονα, ερασιτεχνική και τοξική πολιτική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες είδε το φως της δημοσιότητας μια έρευνα του ΟΟΣΑ για τις χώρες-μέλη του, από την οποία προκύπτει (και ίσως να είναι και επιεικής) ότι το 68,3% του πληθυσμού ζει κοντά στο όριο της φτώχειας (περίπου 4.000 ευρώ τομ χρόνο), ενώ από αυτό το ποσοστό το 12,9% ζει κάτω και από το όριο της φτώχειας. Στην ίδια έρευνα διαπιστώνεται ότι το 67% του πληθυσμού διαθέτει αποταμιεύσεις που δεν υπερβαίνουν τα 983 ευρώ!

Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι σχεδόν 7 στους 10 Ελληνες είναι οικονομικά ευάλωτοι και κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή, αν τους βρει μια αναπάντεχη οικονομική ανάγκη ή χάσουν τη δουλειά τους, να περάσουν αυτόματα κάτω από το όριο της φτώχειας, καθώς οι αποταμιεύσεις τους δεν μπορούν να τους συντηρήσουν για πάνω από 3 μήνες!
Στην ίδια έρευνα καταγράφεται, επίσης, μία από τις χαμηλότερες ανισοκατανομές του πλούτου, καθώς το 10% του πληθυσμού κατέχει το 42% του πλούτου ενώ στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο.

Αυτό το στοιχείο καταδεικνύει τη διάλυση της λεγόμενης μεσαίας τάξης, καθώς ο ολετήρας των μνημονίων και η ταξική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ την εξαΰλωσαν στην κυριολεξία. Μια πολιτική εξίσωσης προς τα κάτω και δημιουργίας μιας κοινωνίας εξαρτημένης από τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας.
Σε αυτή την εξουθενωμένη πρώην μεσαία τάξη στηρίχθηκε η προεκλογική καμπάνια της Ν.Δ. για να ανέλθει στην εξουσία, υποσχόμενη αποκατάσταση και ελάφρυνση των βαρών που επισώρευσαν οι μνημονιακές και ταξικές πολιτικές.

Πλην όμως, στους 7 μήνες όπου βρίσκεται στην εξουσία τα δείγματα γραφής υπέρ της πρώην μεσαίας τάξης παραμένουν δείγματα.
Θετικά μεν, ανεπαρκή δε.

Καλές και οι προθέσεις και η αναγνώριση των αδικιών, όμως όταν η περίοδος χάριτος που έχει η κάθε κυβέρνηση τελειώσει (εν προκειμένω και πολύ κράτησε), τότε δεν μετρούν οι προθέσεις, αλλά η οδυνηρή πραγματικότητα που βιώνει ο καθένας και με την ψήφο του ήλπιζε πως θα βελτίωνε.

Βέβαια, να πούμε και του στραβού το δίκιο, όχι πως έχει και δεν δίνει.

Δεν εισρέει άφθονο χρήμα στην ελληνική οικονομία, ούτε τελείωσαν οι υποχρεώσεις μας έναντι των δανειστών, ούτε γίναμε αίφνης επενδυτικό Ελ Ντοράντο.

Αυτά όμως τα ήξεραν όταν έδιναν υποσχέσεις. Γνώριζαν ότι μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Οπως γνώριζαν και τη λαϊκή ρήση «μην τάξεις τ’ άγιου κερί και του παιδιού κουλούρι».

Οχι πως χάθηκαν όλα ή δεν υπάρχει χρόνος να γίνουν πράξη οι υποσχέσεις. Αρκεί να υπάρχει διαρκώς στο μυαλό τους και να μην επέλθει η λήθη και προσβληθούν από την αλαζονεία της εξουσίας ή, το χειρότερο, να μην αρχίσει ο ένας υπουργός να ρίχνει τις ευθύνες στον άλλον, γιατί είτε όλοι μαζί θα πετύχουν είτε όλοι μαζί θα μας απογοητεύσουν.