Δεν ξέρω πόσοι έχετε πειστεί ότι τώρα που ξεμπερδέψαμε με την αξιολόγηση ήρθε η ώρα της ανάπτυξης, όπως τουλάχιστον επιχειρεί να επικοινωνήσει η κυβέρνηση, αλλά εγώ διατηρώ ζωηρές αμφιβολίες, παρά τον νέο αναπτυξιακό νόμο, παρά τις ενέσεις αισιοδοξίας του ίδιου του πρωθυπουργού από το Μουσείο της Ακρόπολης.

Κι αυτό γιατί η λεγόμενη αγορά και η επιχειρηματική κοινότητα βρίσκονται σε χειμέρια νάρκη από τα απανωτά χτυπήματα των μέτρων και την ουσιαστική διάλυση του όποιου επιχειρηματικού περιβάλλοντος υπήρχε πριν από την κρίση. Οι ειδήσεις και οι πληροφορίες που έρχονται στο φως καθημερινά κάνουν λόγο για χιλιάδες επιχειρήσεις που είτε έχουν ήδη μεταφέρει την έδρα τους σε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος, είτε ψάχνονται πώς θα φύγουν για να γλιτώσουν τη βαρύτατη φορολογία μήπως και καταφέρουν να επιβιώσουν. Τα δε λουκέτα μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων συνεχίζονται καθημερινά και θα ενταθούν, με βάση τις εκτιμήσεις των συλλογικών τους οργάνων, τους επόμενους μήνες όπως και οι διαγραφές από τα μητρώα του ΕΒΕΑ και της ΓΣΒΕΕ. Η φορολογική θηλιά, σε συνδυασμό με την ύφεση και τις κλειστές τραπεζικές γραμμές χρηματοδότησης, έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα που όμοιό του δεν έχει απαντηθεί τις τελευταίες δεκαετίες και δεν αφήνει πολλά περιθώρια στο επιχειρείν. Η ραχοκοκαλιά της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα ήταν πάντα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τώρα η πολυετής οικονομική κρίση την έχει κυριολεκτικά αποδεκατίσει. Ακούω το επιχείρημα ότι οι μεγάλες επενδύσεις όπως το Ελληνικό ή οι ιδιωτικοποιήσεις τύπου ΟΛΠ, ΟΛΘ, αεροδρομίων κ.λπ. θα δώσουν ώθηση και θα αλλάξουν το οικονομικό κλίμα.

Σαφώς και τέτοιες επενδύσεις που φέρνουν φρέσκο χρήμα στη χώρα και δημιουργούν θέσεις εργασίας είναι πολύ ενθαρρυντικές. Πλην όμως αυτές μόνες τους δεν πρόκειται να κάνουν τη διαφορά. Από τις πολλές μικρές επενδύσεις σε όλη την επικράτεια μπορεί να γίνει άμεσα ορατή η ανάκαμψη της οικονομίας. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο βασική προϋπόθεση είναι να δημιουργηθεί κλίμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης στην κυβερνητική πολιτική.

Και εκεί είναι το μεγάλο πρόβλημα. Η παρούσα κυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει δώσει δείγματα ότι επιθυμεί την επιχειρηματικότητα αλλά, τουναντίον, με κάθε ευκαιρία την αντιμάχεται και την αντιμετωπίζει σαν ταξικό εχθρό. Απεχθάνεται το επιχειρηματικό κέρδος και θεωρεί περίπου αυτονόητο ότι αυτός που επενδύει πρέπει να το κάνει για να προσφέρει απασχόληση με καλές αμοιβές, τα όποια κέρδη του να τα δίνει στο κράτος μέσω φόρων και εισφορών και θα του κάνει χάρη αν του αφήσει και του επιχειρηματία έναν μισθό ανάλογο των εργαζομένων του!

Περί ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών με ομοειδείς ξένες επιχειρήσεις και περί παγκοσμιοποίησης ούτε λόγος να γίνεται. Λες και έχουμε φτιάξει τον επίγειο παράδεισο και έχουμε περιχαρακωθεί μέσα σε αυτόν αδιαφορώντας τι γίνεται γύρω-γύρω. Λες και λύθηκαν τα προβλήματά μας επειδή πήραμε τα μέτρα που μας ζήτησαν και τώρα με τα δανεικά που έχουμε εξασφαλίσει μπορούμε να πορευόμαστε στο διηνεκές.

Λες και δεν ξέρουμε πως το 2018, όταν λογικά τελειώνει και το τρίτο μνημόνιο, σταματούν και τα δάνεια και η στήριξη και άλλη ευκαιρία δεν πρόκειται να μας δώσει κανείς.

Αν στο μεταξύ δεν καταφέρουμε να μεταρρυθμίσουμε το κράτος μας, δεν πείσουμε επενδυτές -Ελληνες και ξένους- να κάνουν δουλειές στη χώρα, δεν περιορίσουμε τις δαπάνες του σπάταλου κράτους και, κυρίως, αν δεν αλλάξουμε τις αρρωστημένες νοοτροπίες δεκαετιών τόσο του πολιτικού προσωπικού της χώρας όσο και ημών των ιδίων που εκπαιδευτήκαμε μόνο να απαιτούμε, τότε δεν πρόκειται να ανακάμψουμε στον αιώνα τον άπαντα.

Θα κυνηγάμε την ουρά μας, θα ανακυκλώνουμε τη μιζέρια μας και θα γινόμαστε φτωχότεροι μέρα με τη μέρα, περιμένοντας την κρατική πρόνοια από μια διαρκώς συρρικνούμενη πίτα (ΑΕΠ).

Αν δεν αξιοποιήσουμε όσα πλεονεκτήματα απόμειναν ακόμα στη χώρα και δεν βάλουμε έναν οριστικό πάτο στο βαρέλι, καμιά πολιτική, κανένας Τσίπρας ή Μητσοτάκης δεν πρόκειται να κάνουν το θαύμα.