Ένα από τα χαρακτηριστικά της χρονιάς που πέρασε, πέρα από τις κυβερνητικές παλινωδίες και τις πολιτικές κυβιστήσεις είναι ότι η αριστερή κυβέρνησή μας επιδόθηκε σε ένα φορολογικό κυνήγι με αυξήσεις στον ΦΠΑ και με αυξήσεις στους φόρους σχεδόν σε όλο το φάσμα της όποιας οικονομικής δραστηριότητας έχει απομείνει στη χώρα.

Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η σπουδή στο κυνήγι φόρων θα απέδιδε και, αν μη τι άλλο, θα δημιουργούσε ένα αποθεματικό για τη στήριξη άλλων κοινωνικών δράσεων εκ μέρους του κράτους. Δυστυχώς, όμως, όλος αυτός ο Αρμαγεδδών το μόνο που κατάφερε ήταν να αυξήσει τα έσοδα του κράτους μόλις κατά 39 εκατ. ευρώ ενώ παράλληλα τα ληξιπρόθεσμα χρέη εκτοξεύτηκαν στα 84 δισ.!

Το αβίαστο συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάγνωση των αριθμών είναι ότι η δυνατότητα αύξησης των εσόδων του κράτους έπιασε πάτο. Δεν υπάρχει άλλη φοροδοτική δυνατότητα στην ελληνική κοινωνία, όπως δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για εισφορές όπως αυτές που σχεδιάζει τώρα η κυβέρνηση με το Ασφαλιστικό.

Η πίτα του πλούτου που παράγεται στη χώρα έχει συρρικνωθεί όσο δεν πάει άλλο, το ίδιο και η φτωχοποίηση μεγάλων ομάδων, και πλέον κάθε προσπάθεια για αύξηση των εισπράξεων ή θα οδηγεί σε νέα αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και των υπερχρεωμένων νοικοκυριών ή θα φουντώνει όπου είναι δυνατό την παραοικονομία και την αδήλωτη δραστηριότητα.

Δεν θέλει δα και πολλή φαντασία για να καταλάβουν αυτοί που σχεδιάζουν συνεχώς νέους φόρους ότι όταν έρθει ο υδραυλικός ή ο ηλεκτρολόγος για μια εργασία κόστους 100 ευρώ, ελάχιστοι πολίτες θα βρεθούν πλέον με φορολογική συνείδηση και πρόθυμοι να πληρώσουν άλλα 23 ευρώ για να αναγκάσουν τον επαγγελματία να κόψει απόδειξη και να φορολογηθεί.

Τα 23 ευρώ είναι πλέον πολλά λεφτά για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών και δεν τα πετάνε με ευκολία όταν μάλιστα δεν έχουν κανένα απολύτως κίνητρο.

Θα τα πληρώνουν μόνο εκεί που δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά γιατί ο ΦΠΑ είναι ενσωματωμένος στο προϊόν ή στις υπηρεσίες. Αν όμως μέρος της απόδειξης εξέπιπτε στη φορολογική δήλωση, τότε η εικόνα θα μπορούσε να είναι διαφορετική.

Με άλλα λόγια, μας φτώχυναν σε τέτοιον βαθμό που όχι μόνο δεν έχουν να περιμένουν περισσότερα έσοδα, όσους νέους φόρους και εισφορές και αν σκαρφιστούν, αλλά καλύτερα από τώρα να κάνουν το κουμάντο τους για ελλειμματικούς προϋπολογισμούς.

Η φορολογική αγελάδα μισθωτών και συνταξιούχων στέρεψε και δεν βγάζει άλλο γάλα. Καιρός να αντιληφθούν, όσο κι αν αυτό προσκρούει στις αριστερές τους αγκυλώσεις, ότι ο μόνος δρόμος είναι οι νέες επενδύσεις με κίνητρα, η ανάπτυξη, η αύξηση του ΑΕΠ και η δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Όλα τα άλλα τα άλλα είναι κουραφέξαλα και σε κουβέντα να βρισκόμαστε.

Για να έρθουν, όμως, επενδύσεις δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι αυτή η συγκεκριμένη κυβέρνηση μπορεί να πείσει. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτή η κυβέρνηση δείχνει να μισεί την επιχειρηματικότητα και την διώκει όπου μπορεί. Είναι δε συνάμα καχύποπτη έως εχθρική και μόνο στο άκουσμα των λέξεων «επιχειρηματίας», «επενδυτής», «κεφαλαιούχος», «fund» κ.λπ. Τα μεταλλεία της Χαλκιδικής είναι το πιο ακραίο παράδειγμα, καθώς η ζημιά από το κλείσιμό τους δεν είναι μόνο η απώλεια των χιλιάδων θέσεων εργασίας αλλά η δυσφήμιση της χώρας και σε όποιους δυνητικά θα μπορούσαν να έρθουν και να φέρουν τα λεφτά τους στην Ελλάδα, ακόμα και με τα χίλια στραβά και ανάποδά της.

Όταν μάλιστα τα μηνύματα για τον νέο κύκλο αξιολόγησης της οικονομίας είναι ότι μπορεί να φτάσουμε και στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, καταλαβαίνουμε όλοι ότι αντίο ανάκαμψη και το 2016, αντίο επιστροφή στην κανονικότητα, αντίο ρύθμιση του χρέους. Κι αυτό για έναν πρόσθετο λόγο. Οι Ευρωπαίοι δανειστές με κρύα καρδιά συνδιαλέγονται με τους αριστερούς μας σωτήρες, καθώς δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Το έκαναν και το κάνουν εξ ανάγκης γιατί δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική. Με την εκλογή, όμως, του Κυριάκου Μητσοτάκη ο Τσίπρας χάνει αυτό το προνόμιο του μοναδικού συνομιλητή και αυτό θα δυσχεράνει τη θέση του αλλά και τη θέση της χώρας και όλων ημών, καθώς δεν πρόκειται οι δανειστές να ρίξουν ξανά νερό στο κρασί τους ή να κάνουν τα στραβά μάτια στις υποχρεώσεις μας.