Εξίσου θετικές είναι και οι εκθέσεις και οι αναφορές των οίκων αξιολόγησης, αλλά και των διεθνών μέσων ενημέρωσης, αφού επί δέκα χρόνια με κάθε ευκαιρία μάς έδειχναν με το δάχτυλο ως παράδειγμα αποφυγής.

Και εδώ ταιριάζει γάντι το «να σε κάψω, Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι»! Αφού επί τόσα χρόνια μάς έψησαν το ψάρι στα χείλη, ανακαλύπτουν τώρα ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι λαμπρές και δεν αποκλείεται μόλις προβιβαστούμε στην επενδυτική βαθμίδα οι επενδυτές να μας πληρώνουν με αρνητικά επιτόκια προκειμένου να φυλάμε τα κεφάλαιά τους!

Θα αναρωτηθεί κανείς πώς συνέβησαν όλα αυτά τα μαγικά και τώρα μας εμφανίζουν όλοι ως το θετικό παράδειγμα ανάκαμψης; Ούτε οι επιδόσεις της οικονομίας μας είναι ακόμη τέτοιες που θα θέλαμε, ούτε οι επενδυτές συρρέουν με τον ρυθμό που έχουμε ανάγκη, ούτε και η εσωτερική αγορά κινείται στα επίπεδα που έχει ανάγκη η οικονομία.
Την απάντηση τη δίνουν οι ίδιοι οι αξιολογητές.

Το κλίμα άλλαξε γιατί βλέπουν απέναντί τους μια σοβαρή κυβέρνηση, αποφασισμένη να προχωρήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, χωρίς παλινωδίες, με επιμονή, σχέδιο και χωρίς λαϊκίστικους εντυπωσιασμούς.

Με άλλα λόγια, αυτό που στην ουσία άλλαξε είναι το κλίμα, χωρίς να παραγνωρίζονται και οι θετικές παρεμβάσεις που έχουν συντελεστεί στη φορολογία, στις εισφορές, στις απλοποιήσεις των επενδύσεων κ.λπ.

Το θέμα όμως είναι ότι μόνο με το κλίμα δεν μπορεί να πάει κανείς μπροστά και επί μακρόν. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η παραγωγή νέου πλούτου από τον οποίο θα προέλθει η ανάπτυξη και, το κυριότερο, αυτή η ανάπτυξη να διαχυθεί το ταχύτερο στην κοινωνία.

Τι να την κάνουμε την ανάπτυξη και τους καλούς οικονομικούς δείκτες όταν αυτοί δεν έχουν επίδραση στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών; Δείτε, για παράδειγμα, τι έγινε στις πρόσφατες εκλογές στην Ιρλανδία όπου η ανάπτυξη τρέχει με ρυθμό 5%-6%. Οι πολίτες γύρισαν την πλάτη στην κυβέρνηση που πετύχαινε αυτούς τους ρυθμούς λέγοντας το αυτονόητο, ότι δεν μας αρκεί η ευημερία των αριθμών, αλλά και η παράλληλη ευημερία των πολιτών.

Κι αυτό πρέπει να το αντιληφθεί εγκαίρως η κυβέρνηση και να συνεχίσει με γρηγορότερους ρυθμούς την αποκατάσταση των αδικιών που έφεραν τα μνημόνια, καθώς και να επιστρέψει μέρισμα όχι μόνο στους ασθενέστερους, αλλά και σε αυτούς που έβαλαν πλάτη όλα τα προηγούμενα χρόνια για να επιτυγχάνονται τα πλεονάσματα και οι μνημονιακοί στόχοι. Τη μεσαία τάξη δηλαδή που πλήρωσε τα περισσότερα απ’ όλους και για όλους και προς το παρόν ακούει μόνο τις καλές προθέσεις έναντί τους από την κυβέρνηση.

Οι προθέσεις όμως, όπως και τα λόγια, δεν αρκούν. Η ανάπτυξη αν δεν φανεί και στο πορτοφόλι των πολιτών έχει αξία μόνο στους δανειστές, οι οποίοι σιγουρεύουν τα λεφτά τους και τα κέρδη τους.

Οι δανειστές όμως δεν αποφασίζουν ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα. Αυτό είναι δουλειά των Ελλήνων ψηφοφόρων που αποφασίζουν με εντελώς διαφορετικά κριτήρια και, κυρίως, βάσει του ποιος μπορεί να τους κάνει τη ζωή καλύτερη τόσο στην καθημερινότητα με τη λειτουργία του κράτους και των υπηρεσιών του όσο και με το πόσα μπαίνουν και πόσα βγαίνουν στο πορτοφόλι τους.

Αν θέλει, λοιπόν, η κυβέρνηση να κρατήσει ψηλά τη δημοτικότητα και την αποδοχή της, δεν πρέπει στιγμή να ξεχνά ποιοι την έφεραν στην εξουσία και τι υποσχέθηκε, για να μην καταχωρηθεί τελικά στην κατηγορία «μια απ’ τα ίδια»!