Η ομάδα των λαμπρών οικονομολόγων που μελέτησε και ιεράρχησε τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας αλλά και τις λύσεις σ’ αυτά, έκανε μια σπουδαία δουλειά σε θεωρητικό επίπεδο.

Όμως, χωρίς να μειώνει κανείς την αξία της πολύμηνης εργασίας τους, το μεγάλο πρόβλημα πάντα σ’ αυτό τον τόπο, δεν ήταν η “ιχνηλάτηση” των παθογενειών και οι ιδέες για τη θεραπεία τους. Το πρόβλημα ήταν πάντα η βούληση για μεταρρυθμίσεις, για συγκρούσεις με κατεστημένες απόψεις και η πρακτική εφαρμογή των αποφάσεων.

Διότι θεωρητικώς, κανείς φαντάζομαι δεν διαφωνεί στην ανάγκη μετάβασης της οικονομίας στην ψηφιακή εποχή, στον εξορθολογισμό και την απλοποίηση της φορολογίας, στα κίνητρα προσέλκυσης επενδύσεων, στη στροφή στην πράσινη ενέργεια, στην επιτάχυνση της απόδοσης δικαιοσύνης, στη μείωση του κόστους εργασίας μέσω φόρου και εισφορών, στην αναβάθμιση της παιδείας σε όλα τα επίπεδα, στη σύνδεση εκπαίδευσης-έρευνας με την παραγωγή αλλά και στην ενίσχυση του κοινωνικού ρόλου του κράτους κλπ.

Τι και πως όμως γίνονται όλα αυτά στην πράξη είναι το μεγάλο και αναπάντητο ζητούμενο.

Αλλά ακόμα, αν για παράδειγμα η παρούσα κυβέρνηση υιοθετούσε καθ’ ολοκληρίαν αυτό το σχέδιο και ξεκινούσε στη διάρκεια της θητείας της στην υλοποίηση κάποιων από αυτές τις προτάσεις και η οποία απαιτεί προφανώς ένα σημαντικό χρόνο ωρίμανσης για να φανούν τα αποτελέσματα, τι θα γίνει με τη λήξη της θητείας της;

Δηλαδή αν η επόμενη κυβέρνηση δεν είναι αυτή αλλά κάποια άλλη η οποία δεν υιοθετεί αυτές τις προτάσεις είτε γιατί είναι ιδεολογικά αντίθετη είτε γιατί δεν θέλει να συγκρουστεί με την κομματική της πελατεία της;

Τι θα γίνει σε μια τέτοια περίπτωση; Θα σταματήσουν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που θεωρητικώς πάντα, θα μας οδηγούσαν στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ 81% του μέσου όρου της ΕΕ σε 10 χρόνια από 67% που είναι σήμερα;

Και η προσπάθεια να προσελκυσθούν επενδυτές μέσα από ένα ευνοϊκό και ανταγωνιστικό πλαίσιο θα έμενε κι αυτή στη μέση;

Αλλά ακόμα κι αν η παρούσα κυβέρνηση έπαιρνε από το λαό μια ανανέωση της θητείας της, είναι βέβαιο πως οι προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη θα συνέχιζαν να εφαρμόζονται απρόσκοπτα;
‘Η οι κρατικιστικές, και οι παρωχημένες αντιλήψεις ορισμένων περί ακινησίας,ή να μη σπάσουμε αυγά, θα βραχυκύκλωναν την κεντρική βούληση στα επιμέρους;

Το μεγάλο ζητούμενο επομένως, είναι να μπορούσαν όλα ή σχεδόν όλα τα κόμματα να συμφωνήσουν σε ένα εθνικό σχέδιο μακράς πνοής, στηριγμένο σε μεγάλο βαθμό στα προτάγματα της εν λόγω έκθεσης και να δεσμεύονταν πως όποιος κι αν επιλέγεται στην κυβέρνηση να μην αποκλίνει από τον Εθνικό στόχο της μετάβασης της χώρας στη νέα εποχή.

Μια δέσμευση να φτιάξουμε μια καινούργια Ελλάδα απαλλαγμένη από τις χρόνιες αγκυλώσεις που την καταδικάζουν στη μιζέρια και τη φυγή των παιδιών της για ένα καλύτερο μέλλον στα ξένα.

Επειδή όμως , μικρή χώρα είμαστε και λίγο πολύ γνωριζόμαστε όλοι, φοβούμαι πως κι αυτή η έκθεση, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό θα καταλήξει σε κάποιο ντουλάπι και χρόνια αργότερα θα ψέγουμε το σημερινό πολιτικό προσωπικό γιατί δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Όπως έγινε και με την επιχειρηθείσα ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση το 2.000 που “ένωσε” όλους τους Έλληνες εναντίον της και καταλάβαμε το λάθος, όταν πλέον οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία δέκα χρόνια μετά!