Πίστεψαν και προσπαθούν να μας το μεταδώσουν μέσω της εξαιρετικής ομολογουμένως επικοινωνιακής τους πολιτικής ότι, με την περάτωση της αξιολόγησης, τα δύσκολα τα αφήσαμε πίσω και με το γύρισμα της σελίδας, η κατάσταση θα βαίνει βελτιούμενη.

Πλην όμως, τόσο ο Γιούνγκερ και ο Ρέγκλινγκ όσο και οι τροϊκανοί στο συνέδριο του Economist, φρόντισαν να μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα, αν δεν επιμείνουμε στην πιστή τήρηση των συμφωνηθέντων τόσο στην εφαρμογή των ψηφισθέντων νόμων όσο και στην προσαρμογή των νέων απαιτήσεων της δεύτερης αξιολόγησης που ξεκινά το Φθινόπωρο και περιλαμβάνει τα καυτά εργασιακά θέματα.

Μάλιστα, την προσπάθεια της κυβέρνησης να βάλλει πάνω στο τραπέζι από τώρα το θέμα της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5%, από το 2018 και μετά, προσέκρουσε ούτε λίγο ούτε πολύ στην υπενθύμιση της υπογραφής του τρίτου μνημονίου ,το μελάνι της οποίας δεν έχει ακόμα στεγνώσει!

Ακόμα και η αναφορά της ρύθμισης του χρέους της χώρας για την οποία επαίρεται η κυβέρνηση, εκμαίευσε μια αναπάντεχη απάντηση από την Κριστίν Λαγκάρντ. “Ποια ρύθμιση;” αναρωτήθηκε, διαλύοντας τους σύγχρονους ελληνικούς μύθους, υπενθυμίζοντας παράλληλα πως το ελληνικό πρόβλημα απαιτεί ακόμα πολλή δουλειά.

Τουτέστιν μεθερμηνευόμενο και συνεπικουρούμενο από μια αποστροφή του λόγου του Γιούνγκερ στον ΣΕΒ, πως το ελληνικό πρόγραμμα είναι δουλειά και επόμενων κυβερνήσεων (πέραν της παρούσης) και θα απαιτηθούν πολλά ακόμα χρόνια στενής παρακολούθησης από τους δανειστές με πρόσθετα μέτρα που ενδεχομένως ούτε καν φανταζόμαστε.

Κάτι σαν το μαρτύριο του Προμηθέα και τους γύπες που του έτρωγαν τα σωθικά λίγο-λίγο!

Και μπορεί η κυβέρνηση επί του παρόντος να κέρδισε πολιτικό χρόνο κι έχει μπροστά της, εκτός απροόπτου ένα ολόκληρο καλοκαίρι, μέχρι να μπει και πάλι στο μαγκανοπήγαδο της νέας διαπραγμάτευσης, αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχει μπροστά της εύκολο δρόμο.

Για παράδειγμα, στο μέτωπο της είσπραξης φόρων όλα δείχνουν ότι πέφτει έξω με πάταγο για τον απλούστατο λόγο ότι ο φοροδοτική δυνατότητα της πλειονότητας των Ελλήνων έχει εξαντληθεί προ πολλού.

Όταν ολόκληρα στρώματα της κοινωνίας όπως η πρώην μεσαία τάξη, έχουν φτωχοποιηθεί και με δυσκολία επιβιώνει με τα στοιχειώδη, θα προτιμήσει να βάλει ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι παρά να πληρώσει φόρους. Όταν οι ποινές για μη απόδοση ΦΠΑ, είναι ψίχουλα σε σχέση με αυτά που μπορεί να αποκρύψει ένας επαγγελματίας που δεν κόβει αποδείξεις, θα προτιμήσει σαφώς να ρισκάρει. Είναι σαφές επομένως ότι τα δύσκολα είναι μπροστά. Μόλις γίνει ταμείο και διαπιστωθεί πόσα λιγότερα εισπράττονται παρά την αύξηση των συντελεστών και όταν ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός θα θέσει σε λειτουργία τον αυτόματο κόφτη δαπανών.

Αυτά όμως φαίνεται πως δεν απασχολούν τον πολύ κόσμο που νοιάζεται περισσότερο για το σήμερα και όχι για το αύριο. Κι είναι η κρίσιμη μάζα που αρέσκεται και πείθεται από τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης σε μια άτυπη συμφωνία αλληλοστήριξης.

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη κατηγορία μιοκρότερη που βλέπει τα αδιέξοδα και τη ζημιά που έγινε και συνεχίζει να γίνεται και αναρωτιέται πως γίνεται αυτός ο λαός που έκανε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας με 1 εκατ. πολίτες για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, να έχει γίνει τόσο παθητικός και παραιτημένος στον καναπέ.

Είναι οι ίδιοι που διακρίνουν και μια ακατανόητη μαλθακότητα και από την αντιπολίτευση που απλά διεκπεραιώνει με υποτονικότητα τα καθήκοντα της, λες και δεν θέλει να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες.

Κάποιοι κυνικά ρεαλιστές, υποστηρίζουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πιει όλο το πικρό ποτήρι( και μαζί του όλοι εμείς) ώστε να σταματήσουν οι κρίσεις που γίνονται τώρα από πολλούς, λέγοντας το γνωστό “μήπως και οι προηγούμενοι ήταν καλύτεροι;

Να γίνει αισθητή δηλαδή η διαφορά πως τα δύο πρώτα μνημόνια ήταν χάδι μπροστά στο τρίτο που είναι αποτέλεσμα και δημιούργημα των πειραματισμών του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό πάντως που έχει σημασία είναι πως με το ένα ή με τον άλλο τρόπο οι καλύτερες μέρες αργούν και για πολλούς από εμάς ίσως να μην έρθουν ποτέ ή να μην τις προλάβουμε. Κι αν δεν έχουμε τα κουράγια να σηκωθούμε από τον καναπέ τότε ας αρχίσουμε να προσαρμοζόμαστε σε ένα βιοτικό επίπεδο ανάλογο των Βόρειων γειτόνων μας που κοροϊδεύαμε, ζώντας με τις αναμνήσεις ενός “χλιδάτου” παρελθόντος στα χρόνια της αστασκομακαρονάδας, τότε που πληρώναμε οικιακές βοηθούς με 1.000 ευρώ συν ΙΚΑ τα οποία, μακάρι τώρα να τα είχαμε σαν οικογενειακό εισόδημα!