Η «κρισιμότητα» είναι η γνωστή καραμέλα κάθε εκλογικής αναμέτρησης. Σχεδόν πάντα τα πολιτικά κόμματα ποντάρουν «όλα τα λεφτά» στο πόσο «κρίσιμη» είναι η ψήφος μας και σχεδόν πάντα, την επομένη, ο λαός έχει νικήσει, έχει στείλει τα μηνύματά του και διάφορα τέτοια κλισέ να ‘χαμε να λέγαμε.
Σε αυτές τις εκλογές το ζητούμενο είναι ποιοι μπορούν να εφαρμόσουν καλύτερα το 3ο μνημόνιο. Οι αριστεροί, που πλέον δεν είναι και τόσο αριστεροί, ή οι δεξιοί, που δεν είναι και τόσο δεξιοί;

Κι έτσι οι εκλογές, που δεν λείπουν και πολύ σε αυτόν τον τόπο, έρχονται και φεύγουν, αλλά τα μνημόνια παραμένουν σταθερά κι ακλόνητα. Και τι μνημόνιο αυτό το αριστερό! Δεν θα αφήσει πέτρα στην πέτρα, σύνταξη στη σύνταξη, εισόδημα στο εισόδημα!

Κι ενώ όλοι το ξέρουν αυτό και θα έπρεπε να μοιράσουν όσο γίνεται το πολιτικό κόστος της εφαρμογής των σκληρών μέτρων μέσω ευρύτερων συνεργασιών, παραμερίζοντας τις αστείες διαφορές του παλιού και του νέου, μέχρι την τελευταία στιγμή δίνουν μάχες κομματικής οπισθοφυλακής. Οταν τα σχέδια και οι επιδιώξεις των δανειστών έχουν γίνει νόμοι του κράτους και η μη εφαρμογή σημαίνει πάραυτα πορεία προς τον αγύριστο, τουλάχιστον οι του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε να επιμένουν σε μια κούφια συνθηματολογία την οποία απευθύνουν σε αυτούς των οποίων το μέλλον έχουν ήδη αφαιρέσει.

Δεν θα έπρεπε να συνεχίζουν την κοροϊδία σε έναν καθημαγμένο και απελπισμένο λαό με 1,5 εκατομμύριο ανέργους, άλλα 5 εκατομμύρια κάτω από τα όρια της φτώχειας και τους υπόλοιπους σε παράκρουση, τάζοντας καθρεφτάκια και μπιχλιμπίδια.

Να επαίρονται ότι κατάφεραν να καταργήσουν το 5ευρω στα νοσοκομεία -που δεν πηγαίνουμε δα και κάθε μέρα- όταν την ίδια στιγμή μόνο από την αύξηση της συμμετοχής στα ασφαλιστικά ταμεία παίρνουν από όλους τους συνταξιούχους 30 και 40 ευρώ τον μήνα.

Να λένε ότι δίνουν ανθρωπιστική βοήθεια (συσσίτια και ηλεκτρικό σε 200.000 οικογένειες) όταν σταμάτησαν το πρόγραμμα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, που θα μπορούσε να επεκταθεί σε όλους τους δοκιμαζόμενους πολίτες.

Να λένε ότι θα φέρουν επενδύσεις όταν με πράξεις, απειλές και αποφάσεις διώχνουν ακόμα και τους ελάχιστους που απόμειναν να εμπιστεύονται την Ελλάδα, ακόμα και τους τελευταίους που θα σκέφτονταν να έρθουν να επενδύσουν. Να μιλούν για κρατικοποιήσεις τραπεζών όταν είναι τοις πάσι γνωστό πως η πλειοψηφία των μετοχών ανήκει στο κράτος και φυσικά είναι άνευ σημασίας αν αλλάξουν τους 3-4 διοικητές τους και τους αντικαταστήσουν με κομματικούς φίλους τους.

Να μιλούν για νέες θέσεις εργασίας φέρνοντας σαν παράδειγμα ότι επαναπροσέλαβαν τις καθαρίστριες, τους σχολικούς φύλακες και τους διοικητικούς υπαλλήλους στα πανεπιστήμια και ότι άνοιξαν την ΕΡΤ. Λες κι αυτό ήταν το μείζον της ελληνικής κοινωνίας και όχι ότι έχει διαλυθεί ο παραγωγικός και δημιουργικός ιστός της χώρας. Και άντε το έκαναν. Δεν χρειάζεται όμως να το διατυμπανίζουν, διότι αυτό είναι μέγιστη πρόκληση έναντι των εκατομμυρίων Ελλήνων που πένονται ταπεινωμένοι και εγκαταλελειμμένοι στη μοίρα τους.

Από Δευτέρα όμως ξεκινάει μια νέα σελίδα στη διακυβέρνηση της χώρας. Ωστόσο, αν αυτοί, παρ’ όλα όσα έχουν συντελεστεί στον τόπο, επιμείνουν στον άγονο και αδιέξοδο στείρο πολιτικό λόγο και τις γελοίες κομματικές κόκκινες γραμμές και δεν καθίσουν όλοι μαζί για να πετύχουν μια όσο το δυνατόν ευρύτατη συνεργασία, τότε πολύ φοβούμαι πως το κακό δεν θα σταματήσει εδώ. Υπάρχουν πολλά ακόμα σκαλιά προς την άβυσσο και πολλά ακόμα βάσανα για όλους μας.

Και είναι η τελευταία ίσως ευκαιρία του πολιτικού συστήματος να αποδείξει ότι έπαθε και έμαθε. Πήρε το μάθημα και τα μηνύματα από την κάλπη και είναι έτοιμο πια να υποστείλει τα λάβαρα του εγωκεντρισμού και της αποκλειστικότητας της «αλήθειας» και να προσχωρήσει στο «όλοι μαζί να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται»!