Οι μέρες και οι ώρες που ζούμε το τελευταίο διάστημα χαρακτηρίζονται από έναν καταιγιστικό ρυθμό επιθέσεων κατά της Ελλάδας απ’ όποιον ξένο έχει δημόσιο λόγο. Οποιος βρίσκει μικρόφωνο ή στήλη σε έντυπο και ηλεκτρονικό μέσο ρίχνει και μια σφαλιάρα στην Ελλάδα και συμβάλλει στην αρνητική εικόνα που έχουν φιλοτεχνήσει οι Ευρωπαίοι «εταίροι και φίλοι μας» για τη χώρα και την κυβέρνησή μας.

Οχι πως δεν έχουμε δώσει κι εμείς αφορμές με τις παλινωδίες, τις τζάμπα μαγκιές και την ξέχειλη επαναστατικότητά μας που αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα.

Ναι, σε πολλές περιπτώσεις, δηλώσεις υπουργών και στελεχών της κυβέρνησης ρίχνουν λάδι στη φωτιά κι, έτσι, εκεί που το μεγάλο μας πρόβλημα ήταν να βρούμε μια κοινή γλώσσα συνεννόησης με τους δανειστές, συρθήκαμε και μετέχουμε σε έναν ελληνογερμανικό πόλεμο παραγνωρίζοντας από τη μια τη δεινή θέση στην οποία βρισκόμαστε και από την άλλη τη θέση ισχύος της Γερμανίας, από την οποία θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό όλες οι εξελίξεις.

Αντί να πρυτανεύει τούτες τις δύσκολες ώρες η μετριοπάθεια, η σύνεση, οι χαμηλοί τόνοι και να καταλαγιάσει η κατάσταση, βλέπουμε από την ελληνική πλευρά σπασμωδικές και εντελώς άκαιρες ενέργειες που δυναμιτίζουν την προσπάθεια επίτευξης των στόχων και των επιδιώξεων της χώρας μας.

Εν είδει αντιποίνων -γιατί, κακά τα ψέματα, έτσι εκλαμβάνονται τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους- ανακινούμε τούτη την ώρα το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων και της επιστροφής του κατοχικού δανείου. Πρόκειται για μια δίκαιη και απόλυτα λογική απαίτηση μεν, η οποία όμως τίθεται στη χειρότερη χρονική στιγμή, με ορατό τον κίνδυνο να καεί το θέμα και να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες δικαίωσής μας.

Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι ανακινώντας τέτοιου είδους μεθοδεύσεις βοηθιέται καθόλου το βασικό μας θέμα, που είναι η οικονομική επιβίωση εντός της Ευρωζώνης;

Πιστεύει κανείς ότι οι θεσμοί θα δουν με άλλο μάτι τις διαπραγματεύσεις στις οποίες έχουμε μπει και στο τέλος θα αναλάβουν αυτοί να «διορθώσουν» την ιστορική αδικία;

Δυστυχώς όλα αυτά τα άκαιρα το μόνο που μπορούν να επιτύχουν είναι η επιδείνωση των σχέσεών μας με τους δανειστές και η σκλήρυνση της στάσης τους, η οποία μπορεί να μας οδηγήσει σε οικονομική ασφυξία. Το βλέπουμε και το ζούμε, άλλωστε, από την πρώτη στιγμή της εκλογής αυτής της κυβέρνησης, καθώς με πολιτικούς όρους και κίνητρα δεν της άφησαν ούτε μία εβδομάδα περιθώριο να προσαρμοστεί στα καθήκοντά της.

Με το καλημέρα και με σαφές πολιτικό μήνυμα, η ΕΚΤ ανέλαβε να υλοποιήσει τις εντολές των πολιτικών της Ευρωζώνης. Με πρόσχημα κανόνες που φτιάχτηκαν στα μέτρα των ισχυρών και φωτογραφίζοντας την Ελλάδα, μας απέκλεισαν από την πρόσβαση στη ρευστότητα και τις ευκολίες χρηματοδότησης που απολαμβάνουν όλοι οι άλλοι από την κοινή μας (κατά τα άλλα) Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Το μήνυμα είναι σαφές και δεν επιδέχεται παρερμηνείες: «Είτε αποδέχεστε τους όρους μας είτε μας αδειάζετε τη γωνιά». Προ αυτών των εκβιαστικών διλημμάτων η κυβέρνηση προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις υπέρμετρες και άφρονες προεκλογικές της δεσμεύσεις και στην εντολή που πήρε από το εκλογικό σώμα να μην εγκαταλείψει την Ευρωζώνη.
Μια δύσκολη ομολογουμένως προσπάθεια, που επί του παρόντος τη χειρίζεται με αποκλειστικό όπλο την επικοινωνία και χωρίς κανένα περιεχόμενο.

Το πού θα οδηγηθούν οι εξελίξεις κανείς δεν μπορεί να το προεξοφλήσει, ωστόσο είναι σχεδόν βέβαιος ο κίνδυνος κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας ανά πάσα ώρα και στιγμή και σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση δεν μας σώζουν ούτε δημοψηφίσματα ούτε νέες λαϊκές εντολές.