Ωστόσο, όταν οι περισσότερες παράμετροι της εν εξελίξει υγειονομικής και οικονομικής κρίσης είναι ακόμα άγνωστες, πολύ φοβάμαι πως οι αρνητικές εξελίξεις εφεξής θα διαδέχονται η μία την άλλη – και μακάρι να διαψευστώ. Οι μαύρες τρύπες σε επιχειρήσεις, κλάδους και κατηγορίες εργαζομένων θα ανακαλύπτονται κάθε τόσο – και βέβαια το κράτος δεν θα μπορεί εσαεί να εγγυάται δάνεια, να αναστέλλει πληρωμές και να καλύπτει οικονομικά τις ορδές των ανέργων και των υποαπασχολουμένων.

Ναι, θα το κάνει όσο αντέχει για να σωθούν επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας για την εθνική οικονομία. Ναι, θα εκμεταλλευτεί στον μέγιστο βαθμό τα ευρωπαϊκά δάνεια και προγράμματα για τη στήριξη της απασχόλησης. Ναι, θα βγει στις αγορές αν οι συνθήκες είναι καλές για νέα δανεικά. Ομως, όλα αυτά θα είναι ασπιρίνες για την ούτως ή άλλως βαθιά ύφεση που έρχεται. Μέτρα και κινήσεις με δανεικά που πρέπει να επιστραφούν και προστίθενται στο ήδη υπερβολικό μας χρέος.

Το μοναδικό αντίδοτο -και το ξέρουν όλοι- είναι η παραγωγή νέου πλούτου, η εισαγωγή τουριστικού χρήματος και οι επενδύσεις.

Ωστόσο, αυτά για φέτος, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, πρέπει να τα ξεχάσουμε και να βρούμε -ει δυνατόν- κάποιους τρόπους περιορισμού της ύφεσης σε ανεκτά επίπεδα για να έχουμε ελπίδες ανάκαμψης την επόμενη χρονιά και υπό την αίρεση πάντα πως η πανδημία με τον α’ ή β’ τρόπο θα αντιμετωπιστεί και η ζωή στον πλανήτη να ξαναποκτήσει μια κανονικότητα.

Ετσι, για παράδειγμα, ακούω μια συγκρατημένη αισιοδοξία από κυβερνητικά στελέχη και παράγοντες του τουρισμού πως τελικά θα καταφέρουμε να σώσουμε τη χρονιά με μια απώλεια εσόδων 10 δισ. από τα 18 που είχαμε πέρυσι. Μακάρι να δικαιωθούν, αλλά αναρωτιέμαι πώς το προεξοφλούν όταν οι βασικές τουριστικές αγορές για τη χώρα μας, όπως αυτές της Γερμανίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ, είναι άγνωστο και μάλλον απίθανο να ανοίξουν;

Η Κομισιόν, για παράδειγμα, που ανακοίνωσε πως θα επιτραπεί η ελεύθερη μετακίνηση των Ευρωπαίων πολιτών εντός της Ευρώπης, στην ακροτελεύτια επισήμανσή της τονίζει ότι οι προτάσεις της δεν δεσμεύουν τις χώρες. Με άλλα λόγια, οι εθνικές κυβερνήσεις θα αποφασίσουν αν και πώς θα επιτρέψουν στους πολίτες τους να ταξιδέψουν εκτός συνόρων.

Ακούω επίσης για τις προσπάθειες που γίνονται για τη σύναψη διμερών συμφωνιών για μετακίνηση τουριστών μεταξύ χωρών με παρόμοια εικόνα στην αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως η Βουλγαρία, το Ισραήλ, η Κροατία, η Κύπρος κ.λπ. Χωρίς να υποτιμώ τη σημασία αυτών των συμφωνιών, εκφράζω επιφυλάξεις για το κατά πόσο αυτές οι αγορές μπορούν να συνεισφέρουν ικανοποιητικά έσοδα στο τουριστικό ισοζύγιο της χώρας.

Οχι μόνο αριθμητικά, αλλά κυρίως από άποψη δυνατότητας να ξοδέψουν οι τουρίστες από Βουλγαρία και γενικά τα Βαλκάνια. Υπολογίζουν επίσης στον οδικό τουρισμό. Χρήσιμος κι αυτός, δεν λέω, αλλά με μικρή συμμετοχή στα συνολικά έσοδα του τουρισμού.

Οι πελάτες όμως που ξοδεύουν πολλά, όπως οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Ρώσοι, και προτιμούν τα πεντάστερα και τις ακριβές διακοπές είναι αυτοί που κάνουν τη διαφορά και κινούν την τεράστια αλυσίδα της τουριστικής βιομηχανίας, ας μη γελιόμαστε. Και αυτοί φέτος, δυστυχώς, δεν θα έρθουν. Ενδεχομένως να έρθουν, όταν επιτραπεί, οι ξένοι που έχουν σπίτια στην Ελλάδα και μπορεί να φιλοξενήσουν και φίλους τους, θα έρθουν οι σκαφάτοι και μεμονωμένα νεανικός τουρισμός, αλλά αυτοί δεν σώζουν την παρτίδα.

Και οι επιπτώσεις στην οικονομία από το μη άνοιγμα του 50% των ξενοδοχείων ή των εποχικών τουριστικών εν τη ευρεία εννοία επιχειρήσεων δεν θα φανούν τώρα, αλλά από τον Σεπτέμβριο και μετά, όταν όλος αυτός ο κόσμος των επιχειρήσεων και της εργασίας δεν θα έχει να πληρώσει υποχρεώσεις σε δάνεια, φόρους, ενώ ενδεχομένως να του λείπουν και τα προς το ζην.

Τότε θα φανούν και οι πολλές μαύρες τρύπες της οικονομίας, οι οποίες ελπίζουμε να μη μας ρουφήξουν μέσα ξανά.