Αν υποθέσουμε πως η ύστατη προσπάθεια της κυβέρνησης είναι η επίτευξη πολιτικής λύσης στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας, τότε νομίζω πως πρέπει να ανησυχούμε βαθιά. Αν η υποχώρηση του κ. Τσίπρα από τις θέσεις του για το πώς βλέπει την Μερκελ ( ως μια ηγέτιδα ανάμεσα στους 19 της Ευρωζώνης και πως δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να πάει να τη δει στο Βερολίνο αλλά μόνο στις Συνόδους Κορυφής μαζί με τους άλλους ηγέτες!) έχει σαν στόχο να διαπραγματευτεί μια πολιτική επίλυση του αποπνικτικού θέματος της ρευστότητας, τότε μάλλον όλες οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, προσκρούουν σε βράχο.

Και ναι μεν για την ακαμψία των θεσμών που απαιτούν απαρέγκλιτη εκπλήρωση των δεσμεύσεων και τη λήψη μέτρων για την κάλυψη των δημοσιονομικών κενών την φανταζόμαστε. Δεν μπορούμε όμως από την άλλη, να φανταστούμε πως οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση πήγαν με ατζέντα βγαλμένη από την προεκλογική περίοδο. Γιατί αν συμβαίνει κάτι τέτοιο και δεν έριξαν λίγο νερό στο κρασί και δεν εμφάνισαν πειστικές εναλλακτικές προτάσεις, παρά μόνο θεωρίες και γενικά ευχολόγια, τότε πολύ φοβούμαι πως και η επιδιωκόμενη πολιτική λύση δεν πρόκειται να ευτυχήσει.

Κι αυτό για τον απλό λόγο ότι σε κάθε διαπραγμάτευση κάτι δίνεις και κάτι παίρνεις. Στην εν λόγω όμως η άλλη πλευρά καλώς ή κακώς θεωρεί ότι εμείς δεν δίνουμε τίποτα ή σχεδόν τίποτα και απλά απαιτούμε χρήμα σε κάθε μορφή (υπόλοιπο δανείων, αύξηση εντόκων, ενίσχυση του ELA, προκαταβολές κλπ).

Αν λοιπόν η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να παραμείνει πάση θυσία στο ευρώ, τότε την όποια αναπροσαρμογή στα πλάνα της και την αναβολή για αργότερα των υποσχέσεων της, πρέπει να την κάνει εδώ και τώρα. Όσο ακόμα έχει περίσσευμα πολιτικού κεφαλαίου και στήριξης από την κοινωνία.

Αν συνεχίσει αυτή την τακτική του ροκανίσματος του χρόνου και της υπομονής των Ευρωπαίων και επί της ουσίας δεν γίνεται τίποτα στη χώρα αλλά τουναντίον επιδεινώνεται η οικονομική κατάσταση της χώρας και των πολιτών, δεν θα αργήσει να συρρικνώνεται και η εμπιστοσύνη του κόσμου. Αν υπογράψει τώρα, οι απώλειες της θα είναι μικρές και ούτως ή άλλως υπάρχουν πρόθυμοι από άλλους πολιτικούς χώρους να τις αναπληρώσουν. Αργότερα, ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα είναι αυτός της πολιτικής και κοινωνικής απομόνωσης κι είναι ένα έργο που είδαμε πολύ πρόσφατα, με την προηγούμενη κυβέρνηση. Κι ειλικρινά είναι κάτι που κανείς δεν θα ήθελε να ξαναζήσει και μάλιστα με πολύ σοβαρότερα διακυβεύματα.