Την ώρα που ο Τούρκος πρόεδρος ετοιμάζει τη μεγάλη φιέστα καθώς ανοίγει επισήμως την Αγία Σοφία  στην Κωνσταντινούπολη ως ισλαμικό τέμενος για προσευχή, σε μια συμβολική προσπάθεια να αναδείξει τον ρόλο της χώρας του ως μουσουλμανικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο, η Τουρκία, ωστόσο, φαίνεται να είναι πιο μόνη από ποτέ, αναφέρει ανάλυση του πρακτορείου Bloomberg.

Από τις συγκρούσεις στη Συρία και τη Λιβύη μέχρι τις απεργίες στο Ιράκ, ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατός του ΝΑΤΟ επεμβαίνει μέρα – νύχτα με εξοπλισμένα drones, μαχητικά αεροσκάφη και άρματα μάχης, ενώ τουρκικά πλοία πλέουν στη Μεσόγειο σε μια διεκδίκηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου από την Ελλάδα και την Κύπρο που είναι μέλη της ΕΕ.

Σχεδόν μετά από δυο δεκαετίες στο τιμόνι ενός έθνους που ενώνει τη Μέση Ανατολή με την Ευρώπη, ο Ερντογάν έχει οδηγήσει την Τουρκία σε ένα στάτους της μεγαλύτερης διεθνούς επιρροής που είχε ποτέ από την ίδρυσή της ως σύγχρονο κράτος από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ το 1923.

Ωστόσο, όπως σημειώνει το πρακτορείο, η προσπάθεια του Ερντογάν να επεκτείνει την επιρροή της χώρας σε μια περιοχή που τελούσε επί αιώνες υπό οθωμανική κυριαρχία φέρνει την Τουρκία σε τροχιά σύγκρουσης με ισχυρές αραβικές κυβερνήσεις και σε διαφωνία με τους παραδοσιακούς συμμάχους, αν και προς το παρόν ουδείς εμφανίζεται πρόθυμος ή ικανός να τον σταματήσει.

«Η Τουρκία έχει το στρατηγικό πλεονέκτημα. Η ΕΕ μοιάζει με ξεδοντιασμένο λιοντάρι όσον αφορά την Τουρκία και ο Ερντογάν το έχει καταλάβει αυτό εδώ και καιρό», αναφέρει ο Τίμοθι Ας της Bluebay Asset Management.

Γιατί ΗΠΑ και ΕΕ αποφεύγουν να αναλάβουν δράση

Οι ΗΠΑ έχουν καταδικάσει ορισμένες πλευρές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, ωστόσο αποφεύγουν την ανάληψη συγκεκριμένης δράσης ενάντια στον σύμμαχο – κλειδί τους στο ΝΑΤΟ. Για την ΕΕ, ο ρόλος της Τουρκίας όσον αφορά τη ροή των μεταναστών, αλλά και ισλαμιστών μαχητών προς την Ευρώπη καθιστά πολύ επικίνδυνη την επιβολή εμπορικών κυρώσεων σχετικά με τις δραστηριότητές της στην ανατολική Μεσόγειο.Σε κάθε περίπτωση, εμπορικές κυρώσεις θα έπλητταν και τις ευρωπαϊκές οικονομίες και πολύ λίγες εξ αυτών θα ήταν πρόθυμες να αναλάβουν αυτό το κόστος εν μέσω της πανδημίας που σαρώνει την παγκόσμια οικονομία.

Η ανεξάρτητη πολιτική που ακολούθησε ως τώρα η Τουρκία έχει αποδώσει. Αψήφησε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ με την αγορά των S-400 από τη Ρωσία, αλλά απέσπασε τη συναίνεση του Ντόναλντ Τραμπ για αποστολή στρατευμάτων σε συγκρούσεις που θα προτιμούσαν να αποφύγουν οι ΗΠΑ. «Η τουρκική παρέμβαση υπό την ευλογία των ΗΠΑ στη Λιβύη άλλαξε την πορεία σε έναν περίπλοκο πόλεμο δι’ αντιπροσώπων, νικώντας τις υποστηριζόμενες από τη Ρωσία δυνάμεις του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ και σώζοντας μια κυβέρνηση που αναγνωρίζει ο ΟΗΕ. Η νίκη αυτή έφερε την Τουρκία πιο κοντά σε μια πιθανή αντιπαράθεση με την Αίγυπτο και τα ΗΑΕ, συμμάχους των ΗΠΑ, που υποστηρίζουν τον Χαφτάρ.

Στη Συρία, η Τουρκία συνεργάστηκε με τη Μόσχα για να αποτρέψει μια επίθεση της συριακής κυβέρνησης στο τελευταίο προπύργιο των ανταρτών, επίθεση που θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα προσφυγική κρίση. Όμως, η τουρκική επίθεση πέρυσι εναντίον των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ Κούρδων της Συρίας, που πολέμησαν στην πρώτη γραμμή του πολέμου κατά του ISIS, προκάλεσε οργή στην Ευρώπη και στο αμερικανικό Κογκρέσο των ΗΠΑ, αν και έλαβε την έγκριση του Τραμπ.

Η συζήτηση για επιβολή κυρώσεων για τους S-400 και τις επιδρομές στη Συρία συνεχίζεται στο Κογκρέσο, όπου διαβρώνεται σταδιακά η βαθιά υποστήριξη και η συμπάθεια για την Τουρκία, όπως φάνηκε πέρυσι και με τη συμβολικά σημαντική ψήφο για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915 παρά τις αντιρρήσεις της Άγκυρας και του Τραμπ.
Η Τουρκία, ωστόσο, απέφυγε μέχρι τώρα μια σοβαρή τιμωρία, καθώς ο Ερντογάν βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί αψηφώντας από τη μια τους φίλους, αλλά διασφαλίζοντας από την άλλη τη χρησιμότητα της Τουρκίας», αναφέρει στην ανάλυσή του το Bloomberg.

Ο αρθρογράφος, Σελκάν Χακάογλου, αναφέρεται στην αντιπαράθεση Τουρκίας – ΗΠΑ για το ζήτημα των ρωσικών πυραύλων S-400, καθώς και στον ρόλο της Άγκυρας στη Λιβύη, που την έχει φέρει σε έντονη αντιπαράθεση με το μπλοκ της Αιγύπτου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.

Ο Φάντι Χακούρα, επικεφαλής του Turkey Program στο think tank Chatham House, με έδρα το Λονδίνο, σημειώνει ότι το στοίχημα του Ερντογάν στην προσωπική του σχέση και επαφή με τον Τραμπ, την ώρα που το Κογκρέσο των ΗΠΑ είναι σφόδρα εχθρικό προς την Άγκυρα, σημαίνει ότι όλα μπορούν να αλλάξουν με μια εκλογή Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο.

Έτσι, την ώρα του «θριάμβου» της, η Τουρκία μοιάζει πιο απομονωμένη από ποτέ.

Εκτός της Αιγύπτου και των ΗΑΕ, η Τουρκία βρίσκεται σε αντιπαράθεση και με τη Σαουδική Αραβία, οικονομικό ηγέτη του αραβικού κόσμου.

Οι αραβικές μοναρχίες και η κοσμική ηγεσία Σίσι της Αιγύπτου κατηγορούν την Τουρκία ότι εμπλέκεται στις εσωτερικές υποθέσεις των αραβικών χωρών, στηρίζοντας την ισλαμιστική αντιπολίτευση δυνάμεων όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία είναι είτε απαγορευμένη είτε υπό αυστηρό πολιτικό – αστυνομικό έλεγχο στις περισσότερες εξ αυτών των χωρών.
Δύσκολα λοιπόν οι συγκεκριμένες δυνάμεις θα αποδεχθούν η ερντογανική Τουρκία να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στη Λιβύη.

«Η φιλοδοξία του Ερντογάν να παίξει ηγετικό ρόλο στον σουνιτικό ισλαμικό κόσμο και να κερδίσει πίσω τη χαμένη επιρροή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κερδίζει μεν την υποστήριξη ορισμένων εθνικιστών και κινημάτων βάσης εντός Τουρκίας, καθώς και σε ορισμένους θύλακες στη Μέση Ανατολή, ωστόσο ενέχει τον κίνδυνο για τον ίδιο να οδηγήσει σε μια αντιτουρκική συμμαχία δυτικών χωρών, ανάλογη εκείνης των αραβικών, που ενοχλούνται από την έντονα παρεμβατική εξωτερική πολιτική της Άγκυρας”, σχολιάζει από την πλευρά του ο Νιχάτ Αλί Οζκάν, στέλεχος του Ιδρύματος Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής, με έδρα την Άγκυρα.