Παρά τα μέτρα, οι μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο σήμερα, όπως και πριν από την τελευταία οικονομική κρίση.

Αυτό είναι το συμπέρασμα μελέτης της Κεντρικής Τράπεζας της Νέας Υόρκης (Federal Reserve Bank of New York) που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα.

Ενώ ο ιδιοσυγκρασιακός κίνδυνος -ένα κριτήριο που βασίζεται εν μέρει στην απόδοση των περιουσιακών στοιχείων- είναι πολύ χαμηλότερος τώρα, ο συστημικός κίνδυνος που μετράται με δύο διαφορετικούς τρόπους είναι σχεδόν αμετάβλητος. Παράλληλα, ο κίνδυνος ρευστότητας είναι ελαφρώς υψηλότερος από ότι πριν από το 2008, σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία προσδιορίζει ως «μεγάλες τράπεζες» εκείνες με περιουσιακά στοιχεία άνω των 250 δισ. δολαρίων και εξετάζει την περίοδο από το 2000 έως σήμερα.

Οι ρυθμιστικές αρχές έχουν καταστήσει αυστηρότερες τις απαιτήσεις κεφαλαίου και ρευστότητας για να μειώσουν τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν οι μεγάλες τράπεζες στο υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετά τις καταρρεύσεις αρκετών τραπεζών το 2008 και τη διάσωση άλλων με κρατικές επιδοτήσεις. Οι νέοι κανόνες απαιτούν επίσης από τις μεγαλύτερες τράπεζες να έχουν σχέδια εξυγίανσης, ωθώντας τες σε απλοποίηση των δομών τους.

Οι μεσαίες τράπεζες, με περιουσιακά στοιχεία που κυμαίνονταν από 25 δισ. έως 250 δισ. δολάρια, σημείωσαν αύξηση σε δύο από τα τέσσερα κριτήρια στην εξεταζόμενη περίοδο έναντι της περιόδου πριν από την κρίση. Η Fed της Νέας Υόρκης εξέτασε επίσης τις βαθμολογίες κινδύνου για τις μεγαλύτερες τράπεζες κατά τη διάρκεια της κρίσης και τώρα, καταλήγοντας ότι είναι λιγότερο επικίνδυνες σε τρία από τα τέσσερα κριτήρια.

Οι τράπεζες εξακολουθούν να είναι ευάλωτες σε “κινδύνους ρευστότητας που προκαλούνται από γενικευμένες ανησυχίες στις αγορές”, αναφέρουν οι ερευνητές της Fed της Νέας Υόρκης.