Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου όταν η ζώνη του ευρώ κλήθηκε να αντιμετωπίσει την κρίση που προκάλεσε ο Covid-19. Και ενώ οι πολιτικοί ηγέτες προσπαθούν να διαμορφώσουν μια κοινή δημοσιονομική απάντηση, το διοικητικό συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας έχει την πολυτέλεια κατά την αυριανή του συνεδρίαση να περιμένει.

Με δεδομένο όμως ότι η πανδημία στην Ευρώπη φαίνεται σχετικά περιορισμένη, ορισμένοι κεντρικοί τραπεζίτες μπορεί να μπουν στον πειρασμό για μια συζήτηση σχετικά με το πότε και το πώς θα μπορούσε να αρχίσει η απόσυρση των μέτρων έκτακτης ανάγκης. Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, θα πρέπει να αγνοήσει αυτές τις προτάσεις: Η ΕΚΤ πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την οικονομία και να είναι σε ετοιμότητα για ακόμα περισσότερα εφόσον χρειαστεί.

Οι προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ φαντάζουν λίγο λιγότερο δυσοίωνες από ό, τι πριν από λίγες εβδομάδες. Σε αντίθεση με άλλες περιοχές του πλανήτη, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι ΗΠΑ, τα κράτη μέλη του μπλοκ κατάφεραν να επανεκκινήσουν τις οικονομίες τους χωρίς να πυροδοτήσουν το ξέσπασμα ενός δεύτερου κύματος κρουσμάτων. Μια σειρά ενθαρρυντικών στοιχείων, όπως η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και των λιανικών πωλήσεων, υποδηλώνουν οικονομική ανάκαμψη. Επιπλέον, η ανοδική πορεία καταγράφεται σε όλα τα κράτη μέλη, καταπραϋνοντας τους προγενέστερους φόβους για ανάκαμψη δύο ταχυτήτων: γρήγορη σε ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, πιο αργή σε άλλες, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας και της Ιταλίας.

Αυτά τα στοιχεία θα ενισχύσουν τις φωνές εκείνων που φοβούνται τις παρενέργειες των πρόσφατων παρεμβάσεων της ΕΚΤ, στις οποίες περιλαμβάνονται η έναρξη ενός προγράμματος αγοράς ομολόγων ύψους 750 δισ. ευρώ, η χαλάρωση των κριτηρίων για τις αγορές αυτές ώστε να μπορεί να κατευθύνει η «δύναμη πυρός» εκεί όπου χρειάζεται περισσότερο και η παροχή ενός πολύ γενναιόδωρου προγράμματος δανεισμού για τις τράπεζες.

Συγκεκριμένα, ο Γιενς Βάϊντμαν, πρόεδρος της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Bundesbank), εξέφρασε ανησυχίες ότι η παρέκκλιση από τους τυπικούς κανόνες για την κατανομή αγορών μπορεί να παρέχει λάθος κίνητρα στις κυβερνήσεις. Το μέλος της εκτελεστικής επιτροπής η (επίσης) Γερμανίδα Ισαμπελ Σναμπελ, δήλωσε ότι είναι πιθανό η ΕΚΤ να αγοράσει τελικά λιγότερα ομόλογα από ό, τι αναμενόταν.

Ωστόσο, θα ήταν συνετό η ΕΚΤ να καθυστερήσει οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τη στρατηγική εξόδου της από τα προγράμματα στήριξης. Η υγιειονομική κατάσταση παραμένει επισφαλής: Ενώ οι περισσότερες χώρες φαίνεται να περιορίζουν επιτυχώς τον ιό με τοπικά lockdown, υπάρχει αυξανόμενος φόβος για τα εισαγώμενα κρούσματα από τις χώρες όπου η πανδημία εξακολουθεί να μαίνεται.

Επίσης υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το πόσο γρήγορα μπορούν να ανακάμψουν οι εξαγωγές ενώ οι προοπτικές στο εξωτερικό παραμένουν αβέβαιες. Οι κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη εφαρμόζουν πρωτοφανούς έκτασης προγράμματα στήριξης της εργασίας, αλλά όταν τα προγράμματα αυτά λήξουν είναι αβέβαιο το εάν θα ανακάμψει η εγχώρια ζήτηση. Επιπλέον δεν είναι σαφές το πόσο φιλόδοξη θα είναι τελικά η συμφωνία για το «ταμείο ανάκαμψης» το οποίο οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα διαπραγματευτούν το Σαββατοκύριακο, δεδομένων των αντιθέσεων μεταξύ των κρατών μελών.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω είναι εξαιρετικά απίθανο να επιστρέψει σύντομα ο πληθωρισμός κοντά στον στόχο της ΕΚΤ, στο επίπεδο του λίγο κάτω από το 2%.

Μετά από μια ασταθή εκκίνηση, η ΕΚΤ έχει δώσει στη ζώνη του ευρώ τη βοήθεια που χρειάζεται για να μετριάσει τις συνέπειες μιας καταστροφικής ύφεσης και να διατηρήσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ωστόσο, η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα και αντιμέτωπη με πολλές απειλές. Η Λαγκάρντ δεν θα πρέπει να υποκύψει στην υπερβολική αισιοδοξία ούτε και στους φορείς αυτής. Είναι προτιμότερο να τους αφήσει την ικανοποίηση της διατήρησης της πορείας.