Η Ιταλία ενδέχεται να προχωρήσει στην πώληση μακροχρόνιων τίτλων παρά το γεγονός ότι οι επενδυτές αρχίζουν να χάνουν τη διάθεσή τους για την αγορά τέτοιου είδους περιουσιακών στοιχείων στην ευρωζώνη.

Συγκεκριμένα, όπως μεταδίδει το Bloomberg, το ιταλικό υπουργείο Οικονομικών ετοιμάζεται να πουλήσει ομόλογα 20ετούς ή 30ετούς διάρκειας στις 12 Σεπτεμβρίου, προβλέπουν η Barclays PLC και η Commerzbank AG, ακόμη και παρά το γεγονός ότι η Γαλλία, η Ισπανία και η Γερμανία έχουν δει τη ζήτηση να υποχωρεί τις τελευταίες εβδομάδες.

Οι μειωμένες προσδοκίες για σημαντικά μέτρα στήριξης της οικονομίας από την ΕΚΤ την ίδια μέρα μπορεί επίσης να αποτρέψει τους αγοραστές, καθώς τα ομόλογα της Ιταλίας παίρνουν ώθηση από την ποσοτική χαλάρωση.

Οι επενδυτές είναι σε επιφυλακή για σημάδια που μπορεί να δείξουν ότι το ράλι στα ομόλογα της ευρωζώνης ίσως φθάνει στο τέλος του μετά την παγκόσμια συσσώρευση χρέους αρνητικής απόδοσης που έφτασε τα 17 τρισ. δολάρια τον Αύγουστο.

Η γερμανική δημοπρασία για 30ετείς τίτλους τον Αύγουστο τεχνικά απέτυχε, οδηγώντας τον γερμανικό οργανισμό δημόσιου χρέους να παραδεχτεί ότι η προσφορά ίσως ήταν υπερβολικά μεγάλη. Η αντίστοιχη δημοπρασία της Γαλλίας έφτασε σε ιστορικό χαμηλό ενώ η απόδοση της ισπανικής για την πώληση 50ετών τίτλων έπεσε κάτω από το προηγούμενο χαμηλό ρεκόρ.

Πάνω από το 80% των οικονομολόγων που πήραν μέρος σε δημοσκόπηση του y Bloomberg προβλέπει ότι οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ θα ανακοινώσουν μεγαλύτερη ποσοτική χαλάρωση αυτή την εβδομάδα, αν και κάποιοι εξ αυτών διατηρούν τις αμφιβολίες τους.

Ανάμεσα στους σκεπτικιστές ο κεντρικός τραπεζίτης της Γαλλίας Francois Villeroy de Galhau που εκφράζει αμφιβολίες για την άμεση επανάληψη της αγοράς assets.

Ο Christoph Rieger της Commerzbank, συμφωνεί αναφέροντας πως ο οικονομικός αντίκτυπος των νέων αγορών ομολόγων με τα υπερβολικά επίπεδα αποδόσεων είναι αμφίβολος.

Τον περασμένο Μάρτιο, η Ιταλία είχε πουλήσει 20ετείς τίτλους ύψους 1,25 δισ. ευρώ και τον περασμένο Μάιο 30ετή ομόλογα ύψους 1,5 δισ. Σήμερα Δευτέρα, η απόδοση στο 30ετές ομόλογο είναι αυξημένη κατά δύο μ.β. στο 2,04%.