Όσοι στηρίζουν την παγκοσμιοποίηση οφείλουν να βρουν έναν νέο τρόπο να προωθήσουν τις ιδέες που αυτή φέρει μαζί της και να ικανοποιήσουν, παράλληλα, όσους θεωρούν ότι «έχουν μείνει έξω από το παιχνίδι», όπως, τουλάχιστον, τόνισε η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.

«Σαφώς ευελπιστώ ότι δεν υπάρχει ένα κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης», τόνισε η κυρία Λαγκάρντ, σε συνέντευξή της στο Bloomberg και προσέθεσε «πιστεύω ότι πρέπει να προωθήσουμε περαιτέρω την παγκοσμιοποίηση, η οποία θα αποκτήσει ένα διαφορετικό πρόσωπο και δεν θα αποκλείει κάποιους ανθρώπους».

Σε μία συνέντευξη-ποταμό, στην οποία υπήρξε αναφορά σε ποικίλα θέματα από τις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών έως το Brexit, η επικεφαλής του ΔΝΤ ξεκαθάρισε ότι οι πολιτικοί σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκονται αντιμέτωποι με ισχυρές προκλήσεις, καθώς η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται με αργούς ρυθμούς, ενώ αναβιώνει ο εμπορικός προστατευτισμός. Με δεδομένο ότι δεν αναμένεται, σύντομα, να κλείσει κάποια παγκόσμια συμφωνία για το εμπόριο, η παγκοσμιοποίηση «οφείλει να αλλάξει μορφή», κατά την κυρία Λαγκάρντ.

«Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα νέο μοντέλο. Ευελπιστώ ότι θα είναι αρκετά ελκυστικό ώστε να ικανοποιεί τόσο τις τοπικές όσο και τις διμερείς συμφωνίες», εξηγεί η επικεφαλής του ΔΝΤ.

Αναφορικά με τις ΗΠΑ και την εκλογή του Ντ. Τραμπ -και με δεδομένο το ράλι των αμερικανικών μετοχών- η κυρία Λαγκάρντ καλωσορίζει τις υποσχέσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ για αύξηση των δαπανών για βελτίωση των υποδομών, αλλά υποστηρίζει ότι είναι «ακόμη νωρίς» για να εκτιμήσει κάποιος πώς θα κινηθεί η μεγαλύτερη οικονομία της υφηλίου υπό την καθοδήγηση του κ. Τραμπ.

Παράλληλα εκτιμά ότι η Βρετανία ενδεχομένως θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα «σκληρό Brexit». «Όλος ο θόρυβος, όλα τα σχόλια, μία κουβέντα εδώ, μία κουβέντα εκεί, υποδεικνύουν ότι το Brexit δεν θα είναι μία εύκολη υπόθεση», προσθέτει η κυρία Λαγκάρντ και εκτιμά ότι η όλη διαδικασία θα χρειαστεί περισσότερα από δύο χρόνια.

Παραμένει σταθερά υπέρ των μεταρρυθμίσεων, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την Ιταλία. Εκτιμά ότι ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της Κυριακής, η Ιταλία θα πρέπει να προωθήσει μία σειρά μεταρρυθμίσεων προς στήριξη της ανάπτυξης και αύξηση της παραγωγικότητας και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν «γονατίσει» τον χρηματοπιστωτικό της τομέα.

Όσο για τη Γαλλία, εκτιμά ότι, ανεξάρτητα ποιος θα είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών τον Μάιο του 2017 και αυτή θα πρέπει να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, κυρίως στην αγορά εργασίας αλλά και σε αυτήν προϊόντων.