Ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατηγόρησε τους πρώην συμμάχους του -που πλέον έχουν μετατραπεί σε αντιπάλους του- για απάτη με την κρατική τράπεζα, Halkbank.

Οι ισχυρισμοί του Τούρκου Προέδρου κατά του πρώην πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου και του πρώην επικεφαλή της οικονομίας Αλί Μπαμπακάν έρχονται την ώρα που και οι δύο ετοιμάζονται να δημιουργήσουν αποσχιστικά κόμματα, αμφισβητώντας την 17χρονη κυριαρχία του προέδρου. Ο Ερντογάν δεν έδωσε κανένα στοιχείο για τον ισχυρισμό του ότι το Πανεπιστήμιο Sehir της Κωνσταντινούπολης έλαβε με απάτη δάνειο από την κρατική Halkbank, το οποίο ανέρχεται σε 417 εκατ. λίρες (72 εκατ. δολάρια).

Ο Ερντογάν κατηγόρησε επίσης τον Μπαμπατζάν και ακόμη έναν πρώην υπουργό Οικονομικών, τον Μεχμέτ Σίμσεκ, ότι υπέγραψαν ένα ύποπτο διάταγμα με το οποίο χορηγείται κρατική γη στο Πανεπιστήμιο.

“Η Halkbank έδωσε ένα πολύ μεγάλο δάνειο σε αυτούς. Δεν το αποπλήρωσαν και ζήτησαν αναδιάρθρωση του δανείου που έχει δοθεί χωρίς εγγυήσεις», δήλωσε ο Ερντογάν σε ομιλία του το Σάββατο. “Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά υπάρχει απάτη εναντίον της Halkbank.”

Ο Νταβούτογλου ήταν ένας από τους ιδρυτές του Πανεπιστημίου, το οποίο προσπαθεί να εξοφλήσει το δάνειο. Η Halkbank έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον του Πανεπιστημίου, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία του εκπαιδευτικού ιδρύματος έχουν παγώσει.

Ο Μπαμπατζάν, ο οποίος διετέλεσε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, αρμόδιος για την οικονομία και υπουργός Εξωτερικών, διέκοψε τους δεσμούς του με το κυβερνών κόμμα AK του Ερντογάν τον Ιούλιο. Ο Νταβούτογλου έχει διετελέσει πρωθυπουργός της χώρας και πρόεδρος του κόμματος από το 2014 έως το 2016.

Ο Νταβούτογλου αρνήθηκε τις κατηγορίες και ζήτησε από τον Ερντογάν και την οικογένειά του να δημοσιοποιήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και τις τυχόν αλλαγές σε αυτά κατά τη διάρκεια της πολιτικής καριέρας του προέδρου. Ο Μπαμπατζάν δεν έχει σχολιάσει τους ισχυρισμούς.

Τον Οκτώβριο, οι εισαγγελείς των ΗΠΑ κατηγόρησαν τη Halkbank ότι συμμετείχε σε σχέδιο για να βοηθήσει το Ιράν να αποφύγει τις αμερικανικές κυρώσεις και να αποκτήσει πρόσβαση σε παγωμένα κεφάλαια 20 δισ. δολαρίων πετρελαϊκών κερδών.