Ουγγαρία και Πολωνία προχώρησαν την Τετάρτη στην απόσυρση του βέτο τους τόσο για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (τον επταετή προϋπολογισμό της Ε.Ε) όσο και, κυρίως, για το Ταμείο Ανάκαμψης συνολικού ύψους 1,8 τρίσ. ευρώ.

Με τον συμβιβασμό που πέτυχε η γερμανική προεδρία, οι δύο χώρες πήραν ως αντάλλαγμα την αναβολή της διαδικασίας κυρώσεων που θα μπορούσε να τους στερήσει την πρόσβαση στα ευρωπαϊκά κεφάλαια.

Ο εν λόγω συμβιβασμός αναμένεται να παρουσιαστεί στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. η οποία πραγματοποιείται σήμερα στις Βρυξέλλες.

Τι κρύβεται όμως, πίσω από τη διαφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δύο χωρών;

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν σκιαγραφούν το αντικέιμενο των διαφωνιών.

O πρωθυπουργός της Ουγγαρίας μίλησε σε ραδιοφωνική εκπομπή την προηγούμενη εβδομάδα, αναφερόμενος στην ΕΕ. Αυτό που προκάλεσε, βέβαια, ήταν η δήλωσή του για το Brexit: «μπορεί να μην ήταν τελικά τόσο κακή ιδέα».

Ο Ορμπάν αναφερόταν, βέβαια, στην «πρωτιά» της Βρετανίας ως η πρώτη χώρα τους Δυτικού κόσμου που ξεκίνησε τους εμβολιασμούς κατά της πανδημίας. Το μήνυμά του, όμως, ήταν ξεκάθαρο. Αναφερόταν στην απειλή της Πολωνίας και της Ουγγαρίας για βέτο του προϋπολογισμού των $2,2 τρισεκατομμυρίων.

«Τα πήγαν τόσο άσχημα οι Βρετανοί;», διερωτήθηκε ο Ορμπάν, προσθέτοντας «η απάντηση έγκειται στο ότι η χώρα η οποία έφυγε από την Ενωση μπορεί να προστατέψει καλύτερα τους πολίτες της από τους υπόλοιπους που μείναμε».

Το γεγονός πως ο πρωθυπουργός μιας χώρας η οποία κέρδισε τόσα πολλά από την ένταξή της στην Ενωση τώρα σκέφτεται την αποχώρηση είναι απορίας άξιον. Αυτή την στιγμή δεν υπάρχουν ενδείξεις για ενδεχόμενη αποχώρησης της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αλλά η πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό των δύο χωρών προμηνύει ένα σκηνικό σύγκρουσης.

Tη στιγμή που οι ηγέτες των χωρών της Ένωσης προετοιμάζονταν για μια Σύνοδο Κορυφής, η οποία καλείται να αποφασίεσει για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, το πραγματικό ερώτημα έγκειται στο αν οι κυβερνήσεις της Βουδαπέστης και της Βαρσοβίας δεν έχουν κάνει τους σωστούς υπολογισμούς, κάτι που μπορεί να τους κοστίσει τόσο πολιτικά, όσο και οικονομικά.

Η οικονομική στήριξη και τα ανταλλάγματα

Τα θέματα επί τάπητος για τον Ορμπάν και τον Πολωνό ομόλογό του Ματέους Μοραγιέτσκι είναι ο νέος γύρος οικονομικής στήριξης στις χώρες. Το αντίτιμο της στήριξης αυτής είναι η επίβλεψη της ΕΕ ως προς την εφαρμογή των δημοκρατικών νόμων στις χώρες.

Τι προηγήθηκε της απόφασης για άρση του βέτο

Οι δύο πρωθυπουργοί συναντήθηκαν την Τρίτη στη Βαρσοβία και σηματοδότησαν την πιθανότητα μίας συμφωνίας, αλλά επανέλαβαν και τις απαιτήσεις τους, οι οποίες έχουν ήδη απορριφθεί. Η συνάντηση έγινε μετά από επιστολή της Γερμανίας η οποία συμπεριλάμβανε νέα πρόταση επί του προϋπολογισμού. «Διερευνούμε τις επιλογές μας, ακολουθώντας -πάντα- και τις νομοθετικές προϋποθέσεις», ανέφερε η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ σε ομιλία της στη γερμανική βουλή την Τετάρτη. «Προσπαθούμε να βρούμε λύσεις στο αδιέξοδο, αλλά δεν μπορώ ακόμη να σας μιλήσω με σιγουριά για το εάν θα τα καταφέρουμε».

Οι δύο χώρες «έχουν πάρει αέρα» μετά από χρόνιες απειλές της ΕΕ, οι οποίες δεν έχουν την ανάλογη πρακτική εφαρμογή. Παρόλα αυτά, και τα δύο κράτη βασίζονται στις Βρυξέλλες για τη χρηματοδότησή τους, ενώ κανένα εξ αυτών δεν μπορεί ρεαλιστικά να βγει από την Ένωση. Ακόμη και η Βρετανία, μία από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου, πρόκειται να αντιμετωπίσει κρίση εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις για το Brexit.

Το πραγματικό ρίσκο για τις δύο χώρες είναι μια απόφαση του μπλοκ για στάση χρηματοδότησης προς αυτές. Τα δύο κράτη αναμένεται να λάβουν 180 δισεκατομμύρια ευρώ σε χρηματοδότηση μέσα στην επόμενη επταετία, το 30% του συνολικού ΑΕΠ τους με στοιχεία του 2019, σύμφωνα με το Bloomberg.

«Το βέτο αποτελεί ξεκάθαρο εκβιασμό», ανέφερε o Κάρελ Σβάρτσενμπεργκ, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Τσεχίας. «Το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι πως η Ένωση θα παρακάμψει το βέτο των χωρών, και τα δύο κράτη θα μείνουν με άδεια χέρια».

Μετά από χρόνιες διαμάχες για το δικαστικό σύστημα, τα δικαιώματα των LGBTQ+ και την ελευθερία των ΜΜΕ μεταξύ της Ένωσης και των κρατών αυτών, η επιστροφή στην κανονικότητα δεν θα αποτελέσει εύκολο εγχείρημα. Σε συνέντευξή του στο Die Zeit την προηγούμενη εβδομάδα ο Ορμπάν ξεκαθάρισε πως «αυτό που μου ζητάει να κάνω η Μέρκελ είναι πραγματική αυτοκτονία».

Αρκετοί υποστηρικτές του Ούγγρου πρωθυπουργού φοβούνται επίσης πως ο ηγέτης τους το παρακάνει. Στην Πολωνία, το κυβερνών κόμμα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, απειλώντας τη σταθερότητα του κυβερνητικού του συνασπισμού. Το κόμμα έχει ισχνή πλειοψηφία στη βουλή, ενώ η Άνω βουλή της χώρας ελέγχεται από την αντιπολίτευση και η χώρα συνταράσσεται από μαζικές διαδηλώσεις για τον πρόσφατο νόμο κατά των εκτρώσεων και την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Ο υπουργός δικαιοσύνης της χώρας (ο οποίος ανήκει σε άλλο κόμμα), Ζμπίγκνιεβ Ζιόμπρο ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η απουσία βέτο θα αποτελέσει και το ηχηρό μήνυμα απώλειας εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, με ό,τι και αν σημαίνει αυτό».

«Δεν υπάρχει ξεκάθαρος τρόπος ελιγμών ως προς το παρόν πρόβλημα για το κυβερνών κόμμα», ανέφερε ο Πιότρ Μπουράς, επικεφαλής του think-tank “Warsaw bureau of the European Council on Foreign Relations”. «Εχουν οδηγηθεί σε τέτοιο σημείο στο οποίο αν ασκήσουν βέτο, ο Ζιόμπρο θα παραμείνει ευχαριστημένος και η κυβέρνηση θα παραμείνει ενωμένη, με τίμημα τις τεράστιες αντιδράσεις που θα δημιουργηθούν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό».

Μετά την κατάρρευση της πρώην ΕΣΣΔ, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση αποτελούσε το «Ιερό Δισκοπότηρο» για τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ. Οταν έγινε η ένταξη αυτή, δισεκατομμύρια ευρώ ενίσχυσαν και ανέπτυξαν τις οικονομίες τους. Για την ΕΕ, η ένταξη των κρατών της ανατολικής Ευρώπης το 2004 αποτέλεσε και την καθοριστική στιγμή για την επιτυχία του πολιτικού αυτού πρότζεκτ.

Οι βλέψεις του Ορμπάν για κάτι το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «μη φιλελεύθερη δημοκρατία» έχουν διχάσει την Ουγγαρία. Στην Πολωνία, ο ομόλογός του Μοραγιέτσκι αυτοπροσδιορίζεται ως ο προστάτης των παραδοσιακών αξιών που αντιμάχεται την ευρωπαϊκή ελίτ. Και στις δύο χώρες, όμως, η ιδιότητα του κράτους-μέλους της ΕΕ θεωρείται κάτι το δεδομένο από τους περισσότερους.

Η προσέγγιση του Ορμπάν μέχρι τώρα χαρακτηριζόταν από την ακάθεκτη πορεία του προς τη διάλυση των δημοκρατικών θεσμών και την αδιαφορία του ως προς τις απαιτήσεις της Ενωσης. Κάτι που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει ως «χορό μεταξύ παγωνιών» έχει μεταλλαχθεί σε… «ποιος θα υποχωρήσει πρώτος», έναντι των Βρυξελλών. Αν και οι Ορμπάν και Μοραγιέτσκι υποστηρίζουν πως οι χώρες τους θα τα βγάλουν πέρα μια χαρά χωρίς την οικονομική στήριξη της ΕΕ, ο εκβιασμός αυτός μπορεί να τους κοστίσει ακριβά, ιδιαίτερα εάν κλείσουν οι κάνουλες δισεκατομμυρίων και οδηγήσουν σε άτακτες εξόδους από το μπλοκ.

Ο Ορμπάν προετοιμάζεται ήδη για τις εκλογές του 2022 όπου και ελπίζει εκλεγεί πρωθυπουργός για τέταρτη συνεχόμενη φορά. Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό δικαιοσύνης της χώρας, Τιμπόρ Ναβράσκιτς, ο οποίος είχε ήταν και μέλος της Κομισιόν μέχρι πέρυσι, «οι ψηφοφόροι μας δεν μπορούν να πιστεύουν πως είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε το μέλλον της ΕΕ. Αντιθέτως, η σημερινή μας διαμάχη θυμίζει έναν απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον μιας νέας Σοβιετικής Ένωσης».

Οι δήμαρχοι της Βουδαπέστης και της Βαρσοβίας, από την πλευρά τους, μέσω επιστολής προς τις Βρυξέλλες αυτή την εβδομάδα, ζήτησαν την παράκαμψη των κυβερνήσεών τους από τις Βρυξέλλες και άμεση πρόσβαση στα ευρωπαϊκά ταμεία χρηματοδότησης. Χαρακτηριστικά, υπογράμμισαν πως «Η Ευρώπη δεν μπορεί να επιτρέψει στις απολυταρχικές κυβερνήσεις να καταπνίξουν το μέλλον μας».

Χαρακτηριστική ήταν και η δήλωση του πρώην πρωθυπουργού της Πολωνίας, Αλεκσάντρ Κβασνιέφτσκι, ο οποίος ανέφερε πως ένα Polexit, ιδέα που προωθείται από την κυβέρνηση, «θα μας οδηγήσει σε διεθνή περιθωριοποίηση», ενώ υπογράμμισε πως «Αυτό που κάνει η κυβέρνηση είναι επικίνδυνο για την Πολωνία».

Διαβάστε ακόμη:

Πρόταση για ρύθμιση 120 δόσεων με κούρεμα οφειλών

JPMorgan: «Δραματικά» υπερτιμημένες οι μετοχές της Tesla

Αμφίβολο αν θα κατέβει η ΟΝΕΧ στο διαγωνισμό για τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά