Ήταν Σεπτέμβριος του 2024, όταν ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ολοκλήρωνε μια σειρά από συναντήσεις σε όλη τη Γερμανία. Η λαϊκή δυσαρέσκεια για τους διαφωνούντες πολιτικούς και την οικονομία που παραπαίει ήταν ευρέως διαδεδομένη και θα οδηγούσε τελικά στην κατάρρευση του τριμερούς κυβερνητικού συνασπισμού του οποίου προήδρευε. Ο Σολτς περιόδευε στη χώρα σε μια ύστατη προσπάθεια να επιδιορθώσει την εικόνα του ως απόμακρου και αναποτελεσματικού ηγέτη.
Στην τελευταία επίθεση γοητείας στο Βερολίνο, ο καγκελάριος ήρθε αντιμέτωπος με έναν παιδαγωγό που τον ρώτησε γιατί τα μέλη της κυβερνητικής συμμαχίας συμπεριφέρονταν σαν ένα μάτσο δύστροπα νήπια. Αντί να προσπαθήσει να αντιδράσει ή να αποπροσανατολίσει, ο Σολτς είπε ότι η κριτική ήταν δίκαιη και κάλεσε τον άνδρα να του προτείνει μια λύση.
Το περιστατικό κατέδειξε ότι η δυσλειτουργία της κυβέρνησης είχε γίνει εμφανής σχεδόν σε όλους. Η χώρα απάντησε στις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου ζητώντας δραστικές αλλαγές, με έναν στους τρεις ψηφοφόρους να επιλέγει τα πολιτικά άκρα. Τα κυρίαρχα κόμματα υποδαύλισαν περαιτέρω την αβεβαιότητα τις εβδομάδες μετά τις εκλογές, παρακάμπτοντας τον δημόσιο διάλογο για να εγκαταλείψουν ξαφνικά την παράδοση της λιτότητας στο όνομα του επανεξοπλισμού και της ενίσχυσης των υποδομών.
Ενώ ο ηγέτης των συντηρητικών Φρίντριχ Μερτς είναι πιο κυρίαρχη φιγούρα από τον Σολτς, δεν είναι γνωστός για την ενοποιητική του δράση. Ο δικηγόρος και πρώην στέλεχος της BlackRock Inc. πετάει με ιδιωτικό αεροπλάνο, έχει απορρίψει τους πρόσφυγες πολέμου στην Ουκρανία ως «κοινωνικούς τουρίστες» και την παραμονή των εκλογών ένωσε τις δυνάμεις του με την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) για να περάσει μια πρόταση που ζητούσε την πάταξη της μετανάστευσης, σπάζοντας ένα μακροχρόνιο γερμανικό πολιτικό ταμπού κατά της συνεργασίας με την ακροδεξιά.
Ένας συνασπισμός μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών του Μερτς και των κεντροαριστερών Σοσιαλδημοκρατών του Σολτς είναι η μόνη πιθανή δικομματική συμμαχία από τα ιστορικά κυρίαρχα κόμματα. Αν δεν καταφέρουν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, η πόρτα στους δεξιούς λαϊκιστές θα ανοίξει ευρύτερα, με κίνδυνο τη ρήξη με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Όλα αυτά συμβάλλουν στη βαθύτερη κρίση ταυτότητας της Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα προβλήματα έχουν επιδεινωθεί από την ενεργειακή κρίση, ενώ οι απειλές του Ντόναλντ Τραμπ για δασμούς και η εξασθένηση της ζήτησης από την Κίνα αποτελούν προκλήσεις για το βιομηχανικό μοντέλο της χώρας που βασίζεται στις εξαγωγές. Το αποτέλεσμα ήταν δύο χρόνια οικονομικής συρρίκνωσης και δυσοίωνες προοπτικές για το 2025.
Η μείωση του βιοτικού επιπέδου τροφοδοτεί μια ανησυχητική αναβίωση του εθνικισμού. Το AfD κατέλαβε τη δεύτερη θέση στην ψηφοφορία του περασμένου μήνα, διπλασιάζοντας το ποσοστό του σε σχέση με τέσσερα χρόνια πριν. Αντίθετα, τα δύο μοναδικά κόμματα που έχουν αναδείξει ποτέ μεταπολεμικά καγκελάριο είδαν τη συνδυασμένη υποστήριξή τους να περιορίζεται σε λιγότερο από 45%. Σημειωτέον πως, σύμφωνα με το Bloomberg, το συντηρητικό μπλοκ υπό την ηγεσία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης και οι Σοσιαλδημοκράτες εξασφάλιζαν τακτικά πάνω από το 70% των ψήφων πριν από 20 χρόνια και κοντά στο 90% πριν από την επανένωση.
Με το πολιτικό κέντρο να συρρικνώνεται, η Γερμανία μπορεί να περάσει μια σειρά αναποτελεσματικών κυβερνήσεων που δεν έχουν την ενότητα και τη βούληση να αντιμετωπίσουν τα πολύπλοκα προβλήματα της χώρας. Αν η Γερμανία δεν βρει σύντομα διέξοδο, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την Ευρώπη.
Η εύθραυστη κατάσταση της Γερμανίας ανοίγει την πόρτα σε ξενοφοβικές τάσεις. Η επικεφαλής του AfD Άλις Βάιντελ επιτέθηκε στους μουσουλμάνους μετανάστες κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας της στο κοινοβούλιο το 2018 και πιο πρόσφατα αναφέρθηκε στην κουλτούρα μνήμης του Ολοκαυτώματος στη Γερμανία ως «λατρεία ενοχής» (μια στάση που υποστήριξε ο Έλον Μασκ κατά τη διάρκεια εμφάνισης στο προεκλογικό συνέδριο του κόμματος). Τον Σεπτέμβριο, το AfD τερμάτισε πρώτο σε εκλογές σε κρατίδιο στο πρώην κομμουνιστικό ανατολικό τμήμα και στην ψηφοφορία του περασμένου μήνα διπλασίασε τον αριθμό των εδρών του στο ομοσπονδιακό νομοθετικό σώμα.
Η Γερμανία εξακολουθεί να έχει μια εύρωστη οικονομία που παράγει αυτοκίνητα, χημικά και ιατρικό εξοπλισμό και τα πουλάει σε όλο τον κόσμο. Με τους μηχανολογικούς και ερευνητικούς πόρους της, υπάρχει η ευκαιρία να αλλάξει τα πράγματα με τη σφυρηλάτηση μιας μεγαλύτερης αίσθησης αλληλεγγύης και την αξιοποίηση του τεράστιου δυναμικού της. Αλλά οι Γερμανοί πρέπει να δεχτούν την αλλαγή. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η έμφαση δόθηκε στην εκκαθάριση των Ναζί και της ιδεολογίας τους από την πολιτική και οικονομική ζωή και στην τοποθέτηση της Δυτικής Γερμανίας ως προπύργιο της δημοκρατίας και του καπιταλισμού έναντι των Σοβιετικών. Η ταυτότητα της χώρας παρέμεινε σκόπιμα ασαφής. Επικεντρώθηκε κυρίως στην εμπορική επιτυχία, οι καρποί της οποίας επρόκειτο να διανεμηθούν στην κοινωνία μέσω ενός από τα πιο ολοκληρωμένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας στον κόσμο. Η αρχική προσπάθεια συσπείρωσης διατυπώθηκε τη δεκαετία του 1950 από τον πρώην καγκελάριο Λούντβιχ Έρχαρντ ως «Wohlstand für Alle» («Ευημερία για όλους»). Αυτό το συλλογικό ήθος έρχεται σε έντονη αντίθεση με εκείνο των ΗΠΑ, οι οποίες δίνουν προτεραιότητα στα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Σήμερα, το κοινωνικό συμβόλαιο της Γερμανίας μοιάζει ανεπανόρθωτα διασπασμένο. Σχεδόν 1 στους 5 ζει στα όρια της φτώχειας – από 1 στους 7 πριν από δύο δεκαετίες. Η χώρα κατατάσσεται πλέον μεταξύ των χειρότερων στην Ευρώπη όσον αφορά την ανισότητα του πλούτου.
Το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, που κάποτε αποτελούσε πηγή εθνικής υπερηφάνειας, είναι μια δαπανηρή αποτυχία. Οι συνολικές ετήσιες κοινωνικές δαπάνες ανήλθαν σε περισσότερα από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τέταρτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Οι δαπάνες θα αυξηθούν σίγουρα για τη χρηματοδότηση των συντάξεων και της υγειονομικής περίθαλψης για εκατομμύρια συνταξιοδοτούμενους baby boomers, απαιτώντας μεγαλύτερες συνεισφορές από τις νεότερες γενιές. Η κύρια απάντηση για τον έλεγχο των δαπανών ήταν περισσότερη λιτότητα.

Η στέγαση είναι μια υποτιμημένη πηγή έντασης. Περίπου το 49% των Γερμανών είναι ιδιοκτήτες των σπιτιών τους, το χαμηλότερο επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο μέσος όρος είναι 70%. Οι ενοικιαστές αντιμετωπίζουν ένα φθίνον απόθεμα προσιτών μονάδων, ένα πρόβλημα που επιδεινώνεται από την υποεπένδυση σε νέες δημόσιες κατοικίες. Τα αυξανόμενα ενοίκια σε μεγάλες πόλεις όπως το Βερολίνο, η Φρανκφούρτη και το Μόναχο δε συμβαδίζουν με τους μισθούς, ενώ οι ευκαιρίες για αύξηση του εισοδήματος είναι περιορισμένες, ιδίως σε τομείς όπως τα logistics, η φιλοξενία και η νοσηλευτική, όπου οι μισθοί δεν έχουν συμβαδίσει με τον πληθωρισμό.
Δε θα πρέπει λοιπόν να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι όταν ανοίγει ένα καταφύγιο για αιτούντες άσυλο, γίνεται «αλεξικέραυνο» για τους Γερμανούς που αισθάνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί από την πολιτική τάξη. Η βία και άλλα εγκλήματα κατά των προσφύγων αυξήθηκαν κατά 75%, σε σχεδόν επτά την ημέρα, το 2023, τη χρονιά που ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησε περίπου 1 εκατομμύριο ανθρώπους να αναζητήσουν ασφάλεια στη Γερμανία.
Το AfD έχει καταφέρει να αξιοποιήσει αυτές τις ανησυχίες για να ενισχύσει το πολιτικό του προφίλ. Οι αφίσες της προεκλογικής της εκστρατείας έδιναν έμφαση στα ασφαλή σύνορα και στην προστασία της πατρίδας.
Εδώ και δεκαετίες, τα κυρίαρχα κόμματα συνεργάζονται για να σχηματίσουν ένα «τείχος προστασίας» που κρατά τα ακροδεξιά κόμματα μακριά από την εξουσία. Αλλά οι προσπάθειες να αποκλείσουν το AfD οδηγούν σε εύθραυστους κυβερνητικούς συνασπισμούς και διαβρώνουν τη γερμανική δημοκρατία. Η έκκληση του Μερτς για χαλάρωση του φρένου χρέους, ώστε να επιτραπούν μεγαλύτερες δαπάνες για την άμυνα και τις υποδομές έχει προκαλέσει διαμάχη, εν μέρει επειδή αγνοεί τη βούληση των περισσότερων από 10 εκατομμυρίων ψηφοφόρων που υποστήριξαν το AfD στις εκλογές του περασμένου μήνα. Ως το νέο πρόσωπο της γερμανικής πολιτικής, ο Μερτς έκανε προεκλογική εκστρατεία με μια οικονομική πλατφόρμα δαπανών και φορολογικών περικοπών, ενώ κεντροαριστερά κόμματα, όπως οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, επιθυμούν επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το χρέος για την αναζωογόνηση της ανάπτυξης.
Αλλά η οικονομία είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Τα μεγάλα αδιευκρίνιστα ερωτήματα είναι το πού βαίνει η Γερμανία από εδώ και πέρα και πώς αυτοπροσδιορίζεται. Ακόμη και αν η χώρα μπορέσει να πλοηγηθεί στις εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ του Τραμπ και της Κίνας, ενώ η Ρωσία διεξάγει πόλεμο κοντά στα σύνορά της, το να περάσει από την απουσία ανάπτυξης σε μια ανάπτυξη μερικών ποσοστιαίων μονάδων είναι απίθανο να αλλάξει τη δυναμική για εκατομμύρια ταλαιπωρημένους Γερμανούς.
Διαβάστε ακόμη
Η οργισμένη αντίδραση των Καναδών στους δασμούς Τραμπ (tweet + pics)
ΕΝΦΙΑ 2025: Ποιοι χάνουν τις εκπτώσεις λόγω τεκμηρίων
ΔΕΔΔΗΕ: Ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφετέριες έκλεψαν ρεύμα αξίας €1,2 εκατ. σε μόλις 4 μήνες
Για όλες τις υπόλοιπεςειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.