Όπως συνέβη στη Βρετανία μετά την ψηφοφορία για το Brexit ή στις ΗΠΑ μετά την εκλογή του Donald Trump, έτσι κι η Γαλλία τώρα, στρέφει την προσοχή της σε ένα μέρος του πληθυσμού που αγνοήθηκε εν πολλοίς από την οικονομική κρίση: απογοητευμένοι εργαζόμενοι και κατώτερης μεσαίας τάξης άνθρωποι που αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από την πολιτική και την παγκοσμιοποίηση.

Ενώ τα άμορφα «κίτρινα γιλέκα» της Γαλλίας έχουν κάποια ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά, όπως το αίτημα να αλλάξει το κράτος, ωστόσο υπάρχουν ομοιότητες με άλλες χώρες, οι οποίες δεν κατάφεραν να αντιδράσουν στη στασιμότητα των μισθών κατά την τελευταία δεκαετία – ακόμη και αν το γενναιόδωρο δίχτυ ασφαλείας της Γαλλίας ελαχιστοποίησε τη ζημιά.

Πολλοί διαδηλωτές δεν είναι άποροι, αλλά μάλλον έχουν ένα εισόδημα που τους καθιστά ευάλωτους σε μικρές αλλαγές στο κόστος ζωής. Το “μόλις και τα βγάζω πέρα”, όπως είναι γνωστό αλλού. Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας κέρδιζε ένα μέσο καθαρό μισθό ελαφρώς μικρότερο από 1.800 ευρώ (2.056 δολάρια) το μήνα το 2015, σύμφωνα με επίσημες στατιστικές.

Οι οικογένειες αυτής της ομάδας αποτελούν περίπου το 20% του γαλλικού πληθυσμού. Όταν οι οικονομικές αλλαγές χτυπούν την τσέπη τους, υποφέρουν περισσότερο από την πλειοψηφία της κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που βγήκαν στους δρόμους για να εκφράσουν την οργή τους για την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και τις προγραμματισμένες αυξήσεις φόρου στα καύσιμα. Τα έξοδα μεταφοράς έχουν σημασία. Μεταξύ του 1999 και του 2013, το μερίδιο των ατόμων που μετακινούνται από και προς την εργασία τους, αυξήθηκε στο 64%, από 58%, σύμφωνα με τη Γαλλική Στατιστική υπηρεσία.

Και έχουν δίκιο να φοβούνται, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη. Ένα έγγραφο του ίδιου του Ινστιτούτου Brookings τον Μάρτιο διαπίστωσε ότι, ενώ η μεσαία τάξη της Ευρώπης παρέμεινε σταθερή όσον αφορά το ποσοστό της επί του συνολικού πληθυσμού, ωστόσο αυξανόταν η πιθανότητα για πολλούς, να βγουν από αυτή την ομάδα και να ενταχθούν στην πιο φτωχή. Η Γαλλία έχει μια αξιόλογη παράδοση άμβλυνσης της ανισότητας των εισοδημάτων σε σύγκριση με άλλες αναπτυγμένες χώρες, αλλά η επιβράδυνση της οικονομίας και η υψηλή φορολογική επιβάρυνση δημιούργησαν τα δικά τους προβλήματα.

Ο Πρόεδρος Emmanuel Macron είναι απίθανο να μπορέσει να βρει απαντήσεις σε κάθε απογοητευμένο πολίτη, δεδομένου μάλιστα ότι τα «κίτρινα γιλέκα» δύσκολα μπορούν να ονομαστούν κίνηση λόγω των διαφορετικών στόχων τους και της αυξανόμενης αίσθησης ότι οι διαμαρτυρίες έχουν “καπελωθεί” εν μέρει από την άκρα δεξιά. Υπάρχει όμως χώρος για την ανακούφιση του οικονομικού βάρους για το “καταπιεσμένο κέντρο”. Η ομιλία του στους Γάλλους χθες το απόγευμα ήταν κρίσιμη για να τερματιστεί η εθνική κρίση που έχει δει πολλά Σαββατοκύριακα ταραχών και πυρκαγιών σε αυτοκίνητα στους δρόμους του Παρισιού και άλλων γαλλικών πόλεων.

Πρώτον, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του – αν χρειαστεί – θα μπορούσαν να συνοδεύονται από κάποια μορφή δημοσιονομικών κινήτρων για την τόνωση της οικονομίας. Η γαλλική ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί φέτος, γεγονός που αποτελεί ατυχές χρονοδιάγραμμα όταν εισάγονται αλλαγές στην αγορά εργασίας που κάνουν τις ενοικιάσεις εργαζομένων αλλά και τις απολύσεις ευκολότερες και λιγότερο δαπανηρές.

Δεύτερον, μπορεί να πρέπει να είναι λίγο πιο χαλαρός στους στόχους του για το έλλειμμα. Το έλλειμμα αναμένεται να αυξηθεί το επόμενο έτος στο όριο του 3% που επιβάλλεται στα μέλη της ζώνης του ευρώ, αλλά θα πρέπει να μειωθεί μετά από αυτό. Υπάρχει περιθώριο για λίγο περισσότερη δαπάνη.

Τρίτον, και πιθανότατα το πιο αδυσώπητο για αυτό το θυμωμένο 20%, πρέπει να δείξει ότι παραμένει δεσμευμένος στις μεταρρυθμίσεις για την απασχόληση και τη φορολογία που έχουν ήδη ξεκινήσει. Οι επενδυτές χρειάζονται επίσης σταθερότητα, και αν οι επιχειρήσεις ενοικιάζουν εργαζομένους και ξοδεύουν περισσότερο, τότε η αναστροφή της κατάστασης θα είναι ακόμα πιο δύσκολη. Ο τραπεζικός τομέας επανεξετάζει ήδη τα σχέδια επέκτασής του στο Παρίσι, μετά το Brexit.

Κανένα από αυτά τα πράγματα δεν θα ανταποκρίνεται σε όλα τα πολυάριθμα παράπονα των «κίτρινων γιλέκων». Αυτό είναι αδύνατο και παράλογο να το περιμένουμε. Αλλά ο Macron δεν μπορεί να αγνοήσει το οικονομικό άγχος ενός τόσο μεγάλου και ολοένα και πιο απελπισμένου κομματιού της κοινωνίας του.