Αυτό το καλοκαίρι τα στελέχη του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ που διερευνούσαν το σκάνδαλο της Deutsche Bank, η οποία αναμενόταν να προχωρήσει σε εξωδικαστικό διακανονισμό 2-3 δισ. δολαρίων.

Αργότερα εμφανίστηκε και το ποσό των 14 δισ. δολαρίων, κάτι που η Deutsche Bank ξεκαθάρισε πως δεν πρόκειται να πληρώσει. Η “έκπληξη” αυτή του Σεπτεμβρίου ταρακούνησε τις αγορές και ώθησε τη μετοχή της Deutsche σε χαμηλά ρεκόρ, τη στιγμή που οι επενδυτές αναρωτιούνταν εάν η τράπεζα θα είχε την ικανότητα να αντεπεξέλθει στιςαπαιτήσεις των ΗΠΑ.

Δεν είναι ξεκάθαρο τί οδήγησε το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ στην τεράστια αυτή αρχική απαίτηση αλλά είναι γνωστό πως πριν από λίγους μήνες, υπήρχαν ανακατατάξεις στον αμερικανικό ρυθμιστή.

Μία αναδιάρθρωση στους επικεφαλής του υπ. Δικαιοσύνης έθεσε και νέο επικεφαλής στο τμήμα της διερεύνησης του σκανδάλου αυτού Ο ρυθμιστής αυτός, σε πρόσφατη ομιλία του, άσκησε κριτική στις τράπεζες οι οποίες δεν έχουν συνεργαστεί, αναφέροντας πως επιβαρύνουν τη θέση τους. Υπήρχαν, επίσης, και νέοι ρυθμιστές οι οποίοι με περισσότερους πόρους είχαν λάβει κύρια θέση στο διερευνητικό τμήμα.

Δεν είναι ασύνηθες πως το υπ. Δικαιοσύνης ξεκινά την “πρόταση” του προστίμου σε τόσο υψηλό επίπεδο από το τελικό αφού υπάρχει, συνήθως, διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο πλευρών.

Το υψηλό, αυτό, ποσό, δεν εξέπληξε μόνο τους επενδυτές αλλά φάνηκε και υπερβολικό για τους κατήγορους οι οποίοι είχαν ανατεθεί στο συγκεκριμένο σκάνδαλο. Πέντε τράπεζες, μέχρι τώρα, έχουν έλθει σε εξωδικαστικούς διακανονισμούς με το υπ. Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για παρόμοιες πρακτικές.

Η πιο πρόσφατη περίπτωση ήταν η Morgan Stanley, η οποία είχε συμφωνήσει σε πληρωμή 2,6 δισ. δολαρίων τον Φεβρουάριο, αλλά και η Goldman Sachs η οποία είχε συμφωνήσει σε αντίστοιχη πληρωμή 5,1 δισ. δολαρίων τον Απρίλιο.

Όταν, λοιπόν, εμφανίστηκε το ποσό των 14 δισ. δολαρίων, η Deutsche Bank τρέκλισε. Προσπάθησε να λάβει διαβεβαιώσεις πως επρόκειτο για το συγκεκριμένο ποσό, αλλά και πως είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει σε αντιπροσφορά.

Με τις διαπραγματεύσεις να βρίσκονται, πια, στο κέντρο του δημόσιο βίου, οι αναλυτές και οι επενδυτές προσπαθούν να μαντέψουν ποιό θα είναι το τελικό ποσό.