Οι κατασκευαστές σφαιρών, τουφεκιών και κατευθυνόμενων πυραύλων σε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία έβλεπαν την αύξηση της ζήτησης, καθώς συγκρούσεις σάρωναν την περιοχή της Μέσης Ανατολής, μετά την Αραβική Άνοιξη. Εκτός από την πώληση όπλων σε έθνη που συμμετέχουν ενεργά σε πολεμικές συρράξεις, όπως το Ιράκ και η Σαουδική Αραβία, οι έμποροι έχουν επίσης καταφέρει να συνάψουν συμβάσεις με τις Η.Π.Α. και άλλα τρίτα μέρη.

“Οι πωλήσεις όπλων προς τη Μέση Ανατολή φαίνονται να συμπίπτουν με μια γενική άνοδο σε ένοπλες συγκρούσεις στην περιοχή”, δήλωσε ο Λούκας ντος Σάντος, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού τμήματος εκτίμησης κινδύνων ανά χώρα στην εταιρεία ερευνών BMI. “Ενώ μπορεί να έχουμε αφήσει πίσω μας τα χειρότερα, ωστόσο οι συγκρούσεις χαμηλού επιπέδου θα σιγοβράζουν για κάποιο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, η ζήτηση θα συνεχίζει να είναι υψηλή”.

Η πρώην κομμουνιστική Ευρώπη παραμένει ενσωματωμένη στις στρατιωτικές εφοδιαστικές αλυσίδες, που χρονολογούνται από τη Σοβιετική Ένωση, των οποίων οι πελάτες περιλάμβαναν συχνά κυβερνήσεις στη Μέση Ανατολή. Αυτό τους βοήθησε να υπερβούν την παγκόσμια αύξηση των πωλήσεων όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού, οι οποίες έφθασαν το 8,4% μεταξύ 2012 και 2016, το μεγαλύτερο άλμα πενταετίας που σημειώθηκε από το 1990, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης (SIPRI).

Ενώ οι εξαγωγές όπλων αποτελούν ένα μικρό κομμάτι του ΑΕΠ -μόλις το 2% στη Βουλγαρία και αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό- παρ όλα αυτά έχουν βοηθήσει στην υποστήριξη της ανάπτυξης εν μέσω της οικονομικής στενότητας των τελευταίων ετών σε πιο παραδοσιακές αγορές στη ζώνη του ευρώ. Η γειτονική Ρωσία είναι διαφορετική περίπτωση, καθώς κάποτε ξόδευε στρατιωτικό υλικό στο Ανατολικό μπλοκ και είναι τώρα ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ.

Εκτός από το ότι διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στον πόλεμο στη Συρία, η κυβέρνηση του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν κέρδισε πωλήσεις ύψους 15 δισ. δολ. Πέρυσι τέτοιον καιρό, ολοκλήρωσε μια συμφωνία για την παροχή στην Τουρκία πυραύλων αεροπορικής άμυνας. Μόνο η σύμβαση αυτή μπορεί να ανέρχεται σε 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια.