Το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ (UNEP) δημοσίευσε πρόσφατα την ετήσια έκθεση για το «κενό προσαρμογής» που εξετάζει πόση χρηματοδότηση θα χρειαστούν οι αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου για να αντέξουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η έκθεση προσφέρει μια σύνθετη αλλά εποικοδομητική κατανόηση των απαιτούμενων επενδύσεων, ξεκινώντας από το έλλειμμα που καταγράφεται σήμερα. Σύμφωνα με το UNEP «οι ανάγκες χρηματοδότησης της προσαρμογής είναι 10 έως 18 φορές μεγαλύτερες από τις τρέχουσες διεθνείς ροές δημόσιας χρηματοδότησης για την προσαρμογή, τουλάχιστον 50% υψηλότερες από ό,τι είχε εκτιμηθεί προηγουμένως».

Δεν υπάρχει μόνο μια αξιολόγηση της επένδυσης που απαιτείται για την προσαρμογή, αλλά δύο που διαφέρουν πολύ.
Το πρώτο στοιχείο είναι το μοντέλο κόστους προσαρμογής που βασίζεται στην «ανάλυση της προσαρμογής που απαιτείται για τη μείωση των αυξανόμενων κλιματικών κινδύνων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος χρηματοδότησης» και που αποτιμάται σε έως 215 δισ. δολάρια ετησίως για αυτήν τη δεκαετία.
Το δεύτερο είναι οι «χρηματοδοτικές ανάγκες προσαρμογής ανά χώρα», οι οποίες αναφέρονται στους «οικονομικούς πόρους που απαιτούνται από διεθνείς και εγχώριες πηγές» για την εφαρμογή εθνικών σχεδίων προσαρμογής. Αυτή η αξιολόγηση αντικατοπτρίζει την εκτίμηση των ίδιων των χωρών για το πιθανό κόστος των προγραμμάτων προσαρμογής, καθώς και τις ειδικές ανάγκες προσαρμογής που οι χώρες έχουν εντοπίσει. Το UNEP εκτιμά ότι αυτό το ποσό είναι σχεδόν διπλάσιο από το μοντέλο κόστος, στα 387 δισ. δολάρια ετησίως για αυτήν τη δεκαετία.

Η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στο μοντέλο κόστους και τις χρηματοδοτικές ανάγκες εντοπίζεται σε περιφερειακό επίπεδο. Το κόστος προσαρμογής της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής στην κλιματική αλλαγή είναι σχεδόν διπλάσιο από το ποσό που οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών υποστηρίζουν ότι χρειάζονται. Από την άλλη, χώρες της Νότιας Ασίας αναφέρουν ότι χρειάζονται υπερδιπλάσιο κόστος από αυτό που υπολογίστηκε.

Τόσο το πρότυπο κόστους όσο και οι χρηματοοικονομικές ανάγκες ανά χώρα υποδεικνύουν ότι η Ανατολική Ασία θα απαιτήσει τα περισσότερα, ή περίπου το 40% των επενδύσεων προσαρμογής ανάμεσα στο 2020 και το 2030. Αυτό διαφέρει σημαντικά από τις σημερινές ροές χρηματοδοτικής προσαρμογής. Η υποσαχάρια Αφρική λαμβάνει αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο μερίδιο (περίπου 30%) αυτής της επένδυσης.

Η έκθεση του UNEP τονίζει ακόμα δύο σημαντικά σημεία για τη χρηματοδότηση έως το 2030: Το πρώτο αφορά στις σχετικές χρηματοδοτικές ανάγκες προσαρμογής ανά χώρα σύμφωνα με το εισόδημα. Όπως σημειώνεται οι χώρες ανώτερου και χαμηλού-μεσαίου εισοδήματος έχουν το υψηλότερο «απόλυτο κόστος» για την προσαρμογή. Παρ΄όλα αυτά, οι επενδυτικές απαιτήσεις προσαρμογής των πλουσιότερων χωρών είναι σχετικά χαμηλές όταν εξετάζονται ως μερίδιο των επιπέδων εισοδήματός τους. Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος, παρά τις μικρότερες ανάγκες τους, έχουν πολύ υψηλότερο επενδυτικό βάρος προσαρμογής ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 3,5%. Αυτό καθιστά ακόμη πιο σημαντική τη διεθνή στήριξη τέτοιων προσπαθειών.

Το δεύτερο αφορά στο γεγονός ότι οι επενδύσεις προσαρμογής δεν χρειάζονται μόνο τώρα, αλλά θα απαιτούνται συνεχώς στο άμεσο μέλλον. Ακόμα κι αν φτάσουμε στις καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2050, οι επιπτώσεις των υψηλών επιπέδων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα θα παραμείνουν για δεκαετίες. Επομένως, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να επενδύσουμε όχι μόνο στις σημερινές απαιτήσεις προσαρμογής, αλλά και σε εκείνες που θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια.

 

Διαβάστε ακόμη

Προϋπολογισμός: Xρονιά αυξήσεων μισθών, επενδύσεων και εξαγωγών το 2024 (πίνακας)

Τράπεζες: «Χρησμοί» Μυλωνά – Μεγάλου για τα επόμενα βήματα της αποεπένδυσης του ΤΧΣ

O Χαβιέρ, ο Αλέξης και ο Γιάνης (θυμάστε;), ο Γαβριήλ βγαίνει στην αγορά, το deal του ΟΤΕ στη Ρουμανία, το ευρωομόλογο του Τιτάνα και οι εταιρείες της πληροφορικής

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ