Η σπατάλη τροφίμων αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα. Περισσότεροι από 1 δισεκατομμύριο τόνοι πετάχτηκαν το 2022 από τα νοικοκυριά, τους λιανοπωλητές και τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών τροφίμων, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ το 2024. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτίμησε ότι το κόστος των χαμένων ή σπαταλημένων τροφίμων ανήλθε σε 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2020.
Το συγκεκριμένο ζήτημα απασχολεί πολλούς επιχειρηματίες του κλάδου, ανάμεσά τους και η επιχειρηματίας τροφίμων Κλόη Στιούαρτ. «Ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη του κόσμου ως νεαρή ενήλικη, σε μέρη όπως το Πεκίνο και η Βοστώνη έβλεπα τεράστιες στοίβες με πιάτα και σκεφτόμουν ότι δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να τα τελειώσει όλα αυτά», είπε.
«Το γεγονός ότι δεν προσπαθούμε να βρούμε καλύτερη χρήση για τα τρόφιμα που καταλήγουν σε χωματερές είναι πραγματικά εγκληματικό», δήλωσε σε βιντεοκλήση με το CNBC.
Η επιχείρηση τροφίμων της Στιούαρτ, Nibs etc., ξεκίνησε ως ένα blog που έγραφε για «παρεξηγημένα» συστατικά, όπως τα cacao nibs – τα μικρά κομμάτια των ζυμωμένων κόκκων κακάο που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή σοκολάτας, ενώ παράλληλα παρείχε συμβουλές για το πώς να αξιοποιεί κανείς στην μαγειρική τα μέρη των φρούτων και των λαχανικών που συνήθως πετιούνται, όπως οι σπόροι μιας κολοκύθας. Η Στιούαρτ αναγνωρίζει τις δυνατότητες των υλικών αυτών ως αυτοτελή συστατικά και γι’ αυτό τα αποκαλεί «ανακυκλωμένα» και όχι «απόβλητα».
Το 2018, η Στιούαρτ άρχισε να φτιάχνει στην κουζίνα της granola, αλμυρά κράκερς και ψωμιά μπανάνας, τα οποία πουλάει στο πολυτελές Borough Market του Λονδίνου. Ένα περίπτερο με φρεσκοστυμμένους χυμούς βρισκόταν κοντά και άρχισε να φτιάχνει συνταγές από τον πολτό που περίσσευε – τους σπόρους και τη φλούδα που διαφορετικά θα πετιόντουσαν.
«Ο πολτός του χυμού είναι «απόβλητο» απλώς επειδή βγαίνει από το λάθος άκρο του αποχυμωτή, αλλά στην πραγματικότητα εκεί βρίσκονται όλα τα θρεπτικά συστατικά και οι φυτικές ίνες», δήλωσε η Στιούαρτ. Καθώς η επιχείρησή της μεγάλωνε, ο πολτός μήλου που προμηθεύτηκε από έναν παραγωγό μηλίτη στην αγγλική κομητεία του Κεντ έγινε το βασικό συστατικό για τα προϊόντα της Nibs etc. Η Στιούαρτ πωλεί τα προϊόντα της εταιρείας σε κορυφαίους λιανοπωλητές του Ηνωμένου Βασιλείου, συμπεριλαμβανομένων των Selfridges και Waitrose.

«Διάφορα είδη των λεγόμενων «αποβλήτων τροφίμων» μπορούν να ανακυκλωθούν με αυτόν τον τρόπο», δήλωσε η Στιούαρτ, «και η Nibs etc. αναπτύσσει ένα σνακ τύπου τσιπς από πατάτες καθώς και από χρησιμοποιημένα σιτηρά από τη διαδικασία ζυθοποιίας, ένα συστατικό που διαφορετικά θα μπορούσε να γίνει ζωοτροφή. Η εταιρεία αναπτύσσει επίσης ειδικά μπισκότα πέψης – γλυκά σνακ με βάση το αλεύρι που είναι δημοφιλή στο Ηνωμένο Βασίλειο – χρησιμοποιώντας κραμβάλευρο. Και τα δύο αυτά νέα προϊόντα έχουν τη δυνατότητα να παρασκευάζονται από 40% έως 50% ανακυκλωμένα συστατικά».
«Επανασχεδιασμός» των τροφίμων
Η βιομηχανία τροφίμων μπορεί να γίνει «ακόμα πιο φιλική προς το περιβάλλον», σύμφωνα με το φιλανθρωπικό Ίδρυμα Ellen MacArthur, που επικεντρώνεται στην ανακύκλωση υλών. «Μπορεί να αξιοποιήσει περεταίρω τους φυσικούς πόρους, για παράδειγμα χρησιμοποιώντας καλλιέργειες που διαφορετικά θα πήγαιναν χαμένες», δήλωσε το ίδρυμα.
Ορισμένα από τα προϊόντα της εταιρείας Nibs etc. διακρίθηκαν σε μια πρόσφατη πρωτοβουλία «επανασχεδιασμού» τροφίμων, την οποία διοργάνωσε το φιλανθρωπικό ίδρυμα. Μεταξύ των νικητών ήταν επίσης τα ζυμαρικά της εταιρείας Hodmedod, που παρασκευάζονται από μια ειδική ποικιλία μπιζελιού. Πρόκειται για μια καλλιέργεια η οποία, αν δεν συγκομιστεί έγκαιρα, μπορεί να μείνει αχρησιμοποίητη και να επιστραφεί στο έδαφος. Στη λίστα των νικητών περιλαμβάνεται και η μπύρα Toast, η οποία παρασκευάζεται από πλεονάζον ψωμί.
Η Μπεθ Μάντερ, η οποία επέβλεψε τη «Μεγάλη Πρόκληση Επανασχεδιασμού Τροφίμων» της φιλανθρωπικής οργάνωσης, ανακοίνωσε τους νικητές τον Φεβρουάριο, επισημαίνοντας πως ο βασικός στόχος της πρωτοβουλίας είναι να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να παράγουν τρόφιμα με πιο «βιώσιμο και αναγεννητικό τρόπο».
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ellen MacArthur, αυτό μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερο εντατική γεωργική παραγωγή, καλλιέργεια μεγαλύτερης ποικιλίας φυτών ή τη χρήση συστατικών που μειώνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των τροφίμων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το SeaMeat, ένα μείγμα φυκιών που μπορεί να προστεθεί σε μπιφτέκια, προσθέτοντας γεύση και μειώνοντας την ποσότητα κρέατος κατά 25%.
Σύμφωνα με τη Χάνα Γουέιζ, υπεύθυνη εμπορικού μάρκετινγκ και επικοινωνίας της εταιρείας The Seaweed Company, τα φύκια δεν έχουν απαραίτητα «γεύση θάλασσας», όπως συχνά θεωρείται. «Αντιθέτως», όπως εξήγησε, «προσφέρουν ζουμερή υφή, καθώς απορροφούν μεγάλη ποσότητα νερού, ενώ ενισχύουν και τη γεύση του προϊόντος».
Η Γουέιζ επεσήμανε επίσης ότι τα φύκια «περιέχουν υψηλά ποσοστά πρωτεΐνης – έως και 32% του ξηρού βάρους τους – και αναπτύσσονται γρήγορα χωρίς την ανάγκη λιπασμάτων». Ωστόσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, η χρήση τους στη διατροφή παραμένει περιορισμένη και δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί πλήρως.
«Στόχος μας είναι να καταστήσουμε τις αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων πιο βιώσιμες και φιλικές προς το περιβάλλον, αξιοποιώντας τα φύκια», δήλωσε.
Ενώ το SeaMeat βρίσκεται υπό ανάπτυξη, η The Seaweed Company επικεντρώνεται στο Nomet, μια βελγική κροκέτα που παρασκευάζεται με φύκια αντί για τις πιο παραδοσιακές γαρίδες. Το Nomet, πωλείται στα καταστήματα BioPlanet στο Βέλγιο με στόχο την επέκτασή του σε περισσότερες αλυσίδες και ευρωπαϊκές αγορές εντός του έτους.
Πολλά από τα προϊόντα που διακρίθηκαν στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Big Food Redesign Challenge» βρίσκονται στα ράφια των καταστημάτων Waitrose στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Η συμμετοχή αυτή εντάσσεται στις προσπάθειες της αλυσίδας να μειώσει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής τροφίμων», σύμφωνα με τον Μπεν Τόμας, ανώτερο υπεύθυνο περιβαλλοντικής στρατηγικής της εταιρείας.
«Το σύστημα τροφίμων δεν είναι σε καλή κατάσταση. Συμβάλλει σημαντικά στην κλιματική αλλαγή και στην απώλεια της βιοποικιλότητας … Ουσιαστικά, είμαστε μέρος του προβλήματος, επομένως πρέπει να γίνουμε μέρος της λύσης», δήλωσε ο Τόμας στο CNBC μέσω βιντεοκλήσης.
Ενώ οι καταναλωτές στο Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρίζουν και εμπιστεύονται τα βιολογικά προϊόντα, όροι όπως «ανακυκλωμένα» παραμένουν λιγότερο κατανοητοί. Τα προϊόντα που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ellen MacArthur προωθούνται με τη φράση «Nature in Mind», η οποία εμφανίζεται στα περίπτερα των καταστημάτων και στο διαδίκτυο. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μπεν Τόμας, «απαιτείται ακόμη χρόνος μέχρι οι καταναλωτές να κατανοήσουν το τι πραγματικά σημαίνει αυτό».
Οι μικρές ποσότητες παραγωγής καθιστούν σήμερα τα προϊόντα με ανακυκλωμένα συστατικά ακριβότερα από τα συμβατικά. Για παράδειγμα, η granola της Nibs etc., με σίκαλη, φουντούκι και κακάο, διατίθεται στην τιμή των 8,70 δολαρίων για 360 γραμμάρια. Ωστόσο, η ιδρύτρια της εταιρείας, Τζέσικα Στιούαρτ, εκτιμά ότι πρόκειται για ένα «μεταβατικό στάδιο». Όπως σημειώνει, στόχος είναι αυτά τα προϊόντα «να περάσουν σταδιακά στη μαζική αγορά, με χαμηλότερο κόστος, καθώς αυξάνεται η παραγωγή και αξιοποιούνται οι οικονομίες κλίμακας».
Διαβάστε ακόμη
Η United Media αποκτά το 50% στον Alpha TV
Kαθαρισμοί οικοπέδων: Σχεδόν 702.000 δηλώσεις – 329 δήμοι συνδέθηκαν στην ψηφιακή πλατφόρμα
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.