Η Κίνα υπήρξε επί δεκαετίες ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ταϊβάν, ο βασικός αγοραστής των εξαγωγών της και η χώρα όπου πολλές ταϊβανέζικες επιχειρήσεις κατασκευάζουν τα προϊόντα τους. Την ίδια στιγμή, η Κίνα αποτελεί και τη μεγαλύτερη απειλή για την Ταϊβάν, αφού θεωρεί το νησί μέρος της εδαφικής της κυριαρχίας.
Τώρα, το κυβερνών κόμμα της Ταϊβάν δηλώνει πως θέλει να κάνει περισσότερα για να ξηλώσει τους εμπορικούς δεσμούς που για δεκαετίες τροφοδοτούσαν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, μεταδίδουν οι New York Times.
Πίεση για απεξάρτηση των μικροτσίπ
Ο πρόεδρος Λάι Τσινγκ-τε καλεί τις εταιρείες παραγωγής ημιαγωγών — τον πιο δυναμικό κλάδο της Ταϊβάν — να σταματήσουν να αγοράζουν και να πωλούν στην Κίνα. Ο Λάι έχει τονίσει πως οι ταϊβανέζικες εταιρείες, που κατασκευάζουν την πλειονότητα των προηγμένων υπολογιστικών τσιπ παγκοσμίως, θα πρέπει να στηρίζονται σε μια εφοδιαστική αλυσίδα που θα περιλαμβάνει μόνο δημοκρατικές χώρες.
Τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση της Ταϊβάν ανακοίνωσε στις επιχειρήσεις ότι θα χρειάζονται ειδική άδεια για να πουλήσουν προϊόντα σε δύο από τις σημαντικότερες τεχνολογικές κινεζικές εταιρείες: τον τηλεπικοινωνιακό κολοσσό Huawei και την SMIC (Semiconductor Manufacturing International Corporation). Και οι δύο θεωρούνται πυλώνες στην προσπάθεια του Πεκίνου να παράγει τα δικά του μικροτσίπ.
Η απόφαση αυτή ευθυγραμμίζεται με τη διαχρονική επιδίωξη της Ουάσιγκτον να περιορίσει την πρόσβαση της Κίνας σε προηγμένους ημιαγωγούς και παράλληλα υπογραμμίζει το βαθμό που η Ταϊβάν βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις. Ο Τραμπ απειλεί να επιβάλει δασμούς στην Ταϊβάν, όπως και σε δεκάδες άλλους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, ακόμη και μέσα στην εβδομάδα.
Στήριξη στις ΗΠΑ με οικονομικό τίμημα
Το κυβερνών κόμμα της Ταϊβάν θέλει να δείξει στην Ουάσιγκτον ότι παραμένει αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ, «ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να πληρώσει ένα βραχυπρόθεσμο οικονομικό κόστος», όπως σχολιάζει ο Χάρης Τέμπλεμαν, ερευνητής στο Hoover Institution του Πανεπιστημίου Στάνφορντ.
Όμως, η μετατόπιση της οικονομίας από την Κίνα ενδέχεται να έχει μεγάλο τίμημα. Επί δεκαετίες, σχεδόν το σύνολο των ξένων επενδύσεων των ταϊβανέζικων επιχειρήσεων κατευθυνόταν προς την Κίνα. Οι μεγαλύτερες εταιρείες της Ταϊβάν, όπως η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC) και ο κολοσσός ηλεκτρονικών Foxconn, άνθισαν χάρη στις επενδύσεις παραγωγής στην Κίνα και τις πωλήσεις σε κινεζικές εταιρείες.
Προηγούμενα βήματα και δυσκολίες
Την τελευταία δεκαετία, ορισμένες ταϊβανέζικες επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να αναθεωρούν την εξάρτησή τους από την Κίνα. Το 2014, όταν οι ηγέτες της Ταϊβάν πρότειναν στενότερους οικονομικούς δεσμούς με το Πεκίνο, χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους φοβούμενοι υπερβολική εξάρτηση. Το σχέδιο τελικά αποσύρθηκε.
Οι εμπορικές εντάσεις και η πανδημία οδήγησαν ακόμη περισσότερες επιχειρήσεις να κρατήσουν αποστάσεις. Πέρυσι, μόλις το 7% των νέων ξένων επενδύσεων της Ταϊβάν κατευθύνθηκαν στην Κίνα, από πάνω από 80% το 2010.
Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν πως ο πλήρης απογαλακτισμός είναι πολύ δύσκολος, καθώς η Κίνα παραμένει ο μεγαλύτερος αγοραστής των ταϊβανέζικων εξαγωγών, ιδιαίτερα των ημιαγωγών.
Την ίδια ώρα, η Ταϊβάν βασίζεται στην πολιτική και στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ για να αντισταθεί στις πιέσεις του Πεκίνου. Ο Τραμπ έχει ζητήσει από την Ταϊβάν να αυξήσει δραστικά τις αμυντικές της δαπάνες και την έχει κατηγορήσει ότι «έκλεψε» το προβάδισμα στην παραγωγή ημιαγωγών από τις ΗΠΑ. Οι ταϊβανέζικες αρχές έχουν δεσμευθεί για μια μικρή αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ η TSMC ανακοίνωσε ότι θα υπερδιπλασιάσει τις επενδύσεις της στις ΗΠΑ στα 165 δισ. δολάρια.
Η πώληση τεχνολογικού εξοπλισμού στην Κίνα αναμένεται να παραμείνει πηγή τριβών και διαπραγματεύσεων στις σχέσεις της Ταϊβάν με την κυβέρνηση Τραμπ. Πέρυσι, μικροτσίπ που παρήγαγε η TSMC βρέθηκε σε συσκευή της Huawei παρά τους αμερικανικούς περιορισμούς, εξοργίζοντας αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον. Η προσθήκη της Huawei και της SMIC στη λίστα περιορισμένων συναλλαγών είναι ένα βήμα προς τον τερματισμό της επιχειρηματικής ροής προς την Κίνα.
Οι επιχειρηματίες ακόμη βλέπουν την Κίνα ως ευκαιρία
Παρά τις πιέσεις απομάκρυνσης, υπάρχουν ισχυρά κίνητρα που εξακολουθούν να φέρνουν τις επιχειρήσεις κοντά στην Κίνα.
Ο Χάουαρντ Γιουάν, 36 ετών, διευθυντής στην Superb International στη Σαγκάη —μια οικογενειακή βιοτεχνία ρούχων που ιδρύθηκε στην Ταϊβάν και επεκτάθηκε στην Κίνα τη δεκαετία του 1980— παραδέχεται ότι δύσκολα μπορεί να αντικαταστήσει τους Κινέζους προμηθευτές.
Από τη μεριά της η Ρούμπι Τσεν, 32 ετών, λέει πως η Κίνα είναι πιο εύκολο μέρος για επιχειρηματικά ξεκινήματα απ’ ό,τι η Ταϊβάν. Τα τελευταία τρία χρόνια διατηρεί επιχείρηση ευεξίας με βάση την παραδοσιακή κινεζική ιατρική στην επαρχία Σαντόνγκ της Κίνας. Η ίδια διοργανώνει επίσης σεμινάρια για Ταϊβανέζους που θέλουν να ανοίξουν επιχειρήσεις στην Κίνα.
Διαβάστε ακόμη
Πλειστηριασμοί: Το ακίνητο της Neoset, η αναστολή για Τσάνταλη και η… καταιγίδα για Καρούζο (pics)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.