Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020 πιθανότατα θα κριθεί από τις γυναίκες ψηφοφόρους που εμφανίζονται να αντιτίθενται στον Ντόναλντ Τραμπ με ποσοστό μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά, σύμφωνα με ανάλυση πρόσφατων δημοσκοπήσεων του αναλυτή του CNN Χάρι Εντεν. Το τρέχον χάσμα των γενεών που χωρίζει τον εκλεκτό των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, από τον Τραμπ ανέρχεται σε 34 μονάδες – εννέα περισσότερες από τις 25 μονάδες στις εκλογές του 2016.

Σύμφωνα με το CNN , αυτή τη στιγμή ο Μπάιντεν προηγείται του Τραμπ στο γυναικείο κοινό με ποσοστό 60% έναντι 36% (προβάδισμα 24 μονάδων). Μεταξύ των ανδρών, ο Τραμπ έψει προβάδισμα 10 μονάδων (52%-42%). Αν συνδυαστούν τα δύο ποσοστά το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων ανέρχεται σε 34 μονάδες και σημειώνεται ότι πριν το 2016, καμία εκλογική αναμέτρηση μετά το 1952 δεν είχε χάσμα πάνω από 20 μονάδες.

Σύμφωνα με τον Εντεν, από το 1952 έως το 1980 οι προεδρικές εκλογές δεν είχαν χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ωστόσο, από την εκλογή του Ρέιγκαν το 1980, το χάσμα άρχισε να διευρύνεται, γεγονός που, όπως λέει ο Εντεν δείχνει πως το φαινόμενο δεν αφορά αποκλειστικά τον Τραμπ.

Ο Μπάιντεν επίσης έχει το μεγαλύτερο προβάδισμα συνολικά στις δημοσκοπήσεις. Στις 15 Δεκεμβρίου γκάλοπ του Fox News έδωσε προβάδισμα επτά μονάδων στον Μπάιντεν μεταξύ όλων των ψηφοφόρων. Κατά μέσο όρο σε όλες τις δημοσκοπήσεις ο Μπαίνετν συνεχίζει μνα προηγείται του Τραμπ με ευρύτερο περιθώριο από ό,τι οποιοσδήποτε άλλος Δημοκρατικός υποψήφιος.

Τα προβλήματα του Τραμπ με τις γυναίκες φαίνεται πως προέρχονται από τους δικούς του χειρισμούς και δικές του υποτιμητικές φράσεις για αυτές, όπως το 2016 όταν ακούστηκε να λέει στα παρασκήνια ενός τηλεοπτικού σόου ότι είναι «ο σταρ» και οι γυναίκες τον αφήνουν «να τους βάζει χέρι». Και κατά τη θητεία του στον Λευκό Οίκο έχει αναφερθεί στις γυναίκες με υποτιμητικό τρόπο, όπως αναφέρει το BBC.

Οι επικριτές του λένε όμως ότι και οι πολιτικές του έχουν βλάψει τις γυναίκες, καθώς με αποφάσεις που έχει λάβει η κυβέρνησή του είναι πλέον πιο εύκολο για τους εργοδότες να κάνουν διακρίσεις κατά των γυναικών στον χώρο εργασίας, ενώ μειώθηκαν προγράμματα που είχαν στόχο να αντιμετωπίσουν την ενδοοικογενειακή βία. Παράλληλα, έχει διορίσει τρεις άνδρες για κάθε μια γυναίκα στις θέσεις ευθύνης της κυβέρνησης.