«Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία και όπου υπάρχει πόλεμος, είναι δυνατή και ειρήνη, ακόμη και σε αυτήν την περιοχή. Και για τον στόχο της ειρήνης όλες οι προσπάθειες αξίζουν τον κόπο», πιστεύει ο Tagesspiegel Στέφαν-Αντρέας Γκάζντορφ.

«Όταν πολλές δυνάμεις αναλαμβάνουν στρατιωτική δράση, κάποιες πρέπει ωστόσο να επιδιώκουν την ειρήνη» επισημαίνει. «Με κάθε τρόπο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ισραήλ έχει το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, κατοχυρώνεται και στο διεθνές δίκαιο. Ο λαός πρέπει και θα υπερασπιστεί τον εαυτό του, έστω και μόνο επειδή δεν έχει πού αλλού να πάει. Αλλά το Ισραήλ δεν χρειάζεται μόνο στρατιωτική υποστήριξη για να επιβιώσει, έχει επίσης το δικαίωμα να έχει φίλους που αναζητούν τρόπους να ξεφύγουν από τα προβλήματα. Ειρηνικούς τρόπους. Αυτό πρέπει να συμβεί ταυτόχρονα, με ταχύτητα που μοιάζει με ρουκέτα».

«Ουτοπία η ειρήνη; Το Τείχος έπεσε, ποιος το περίμενε»

Ο αρθρογράφος υπενθυμίζει το ιστορικό χρέος της Γερμανίας αλλά και τον ιδιαίτερο ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει. «Το Βερολίνο δεν έχει μόνο υποχρέωση και ηθικό καθήκον, αλλά και μια ευκαιρία. Θέλει να ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο, ιδού η ευκαιρία για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου». Ο σχολιαστής καταθέτει ιδέες και για τον εποικοδομητικό ρόλο που θα μπορούσε να παίξει ο αραβικός κόσμος στο παράδειγμα των Συμφωνιών του Αβραάμ. Και καταλήγει; «Ουτοπία; Το Τείχος έπεσε, ποιος το περίμενε. Ιδιαίτερα τώρα, με την επίθεση του Ιράν και με το βλέμμα στην άβυσσο, πρέπει να καταστεί δυνατή η αλλαγή στη Μέση Ανατολή. Κάθε πόλεμος τελειώνει. Πριν τελειώσει είναι καλύτερα να κερδίσουμε την ειρήνη. Αξίζει κάθε προσπάθειας».

“Δείχνοντας τα δόντια του”, γελοιογραφία του Vladdo Εικόνα: DW

Ο Τόμας Αβενάριους επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τη φήμη εξαιρετικού γνώστη της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, που ξέρει να κρατά ισορροπίες χωρίς να χάνει την πυξίδα. «Ρήξη ενός ταμπού που αλλάζει τα πάντα» είναι ο τίτλος σχολίου του στην έγκριτη Süddeutsche Zeitung. Διαβάζουμε ένα απόσπασμα: «Στην πραγματικότητα όλα ήταν προβλέψιμα. Το Ισραήλ βομβαρδίζει την ιρανική πρεσβεία στη Δαμασκό, σκοτώνει έναν από τους σημαντικότερους αξιωματικούς των Φρουρών της Επανάστασης και θα τη γλίτωνε; Όχι, φυσικά. Χρειάστηκαν λιγότερο από δύο εβδομάδες για να αντιδράσει ο Αγιατολάχ στην Τεχεράνη. Σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού που εξακολουθούν να ισχύουν στη Μέση Ανατολή, ο θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν Αλί Χαμενεΐ έπρεπε να αντεπιτεθεί και να αποκαταστήσει την υποτιθέμενη ισορροπία του τρόμου. Έτσι έστειλε σμήνος 300 πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Αυτό ήταν αναμενόμενο, αλλά αυξάνει πολλαπλά τον κίνδυνο ενός περιφερειακού πολέμου».

«Υπό πίεση ο Νετανιάχου»

Ο Γερμανός σχολιαστής εικάζει ότι ίσως σε αυτό να στόχευε η ισραηλινή κυβέρνηση. «Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου βρίσκεται υπό τεράστια πίεση. Στη Γάζα ο στρατός του δεν έχει ακόμη νικήσει τη Χαμάς στον έκτο μήνα πολέμου, οι μισοί και πλέον όμηροι που απήγαγαν οι τρομοκράτες στις 7 Οκτωβρίου φυτοζωούν σε σήραγγες στη Λωρίδα της Γάζας και οι διαδηλωτές στους δρόμους του Ισραήλ ζητούν νέα κυβέρνηση. Τι θα μπορούσε να είναι καταλληλότερο από το να επικεντρωθούν τα πυρά στην Ισλαμική Δημοκρατία, η οποία είναι ούτως ή άλλως ο άξονας του κακού της Μέσης Ανατολής στα μάτια των δυτικών πολιτικών;». Ο Νίκολας Μπούσε από την Frankfurter Allgemeine Zeitung επισημαίνει ότι χάρη στην πρώτης τάξης αεράμυνα του Ισραήλ και τη βοήθεια των εταίρων απετράπησαν τα χειρότερα. Λίγες χώρες θα είχαν επιβιώσει μιας τόσο μαζικής επίθεσης με ελάχιστες συνέπειες. «Αλλά το γεγονός ότι μια χώρα μπορεί να αμυνθεί καλά δεν κάνει μια τόσο μαζική επίθεση λιγότερο καταδικαστέα» σημειώνει.

«Μετά από μια μακρά δράση μέσω των σκιωδών στρατών του το Ιράν τόλμησε να βγει από την κρυψώνα του και να αφήσει ελεύθερο το μίσος του για το Ισραήλ… Η Δύση δεν θα πρέπει να παρακολουθεί αμέτοχη το Ιράν να βομβαρδίζει μια άλλη χώρα από αέρος με τρόπο που θυμίζει τον Πούτιν. Ειδικά ο Μπάιντεν πρέπει να προσέχει τι μηνύματα στέλνει τώρα. Είναι προφανές ότι δεν θέλει πόλεμο κατά του Ιράν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Αλλά τουλάχιστον δεν πρέπει να υπάρξουν άλλες παραχωρήσεις στις κυρώσεις».

Διαβάστε περισσότερα στην Deutsche Welle