Για πρώτη φορά μετά από ένδεκα χρόνια και συγκεκριμένα από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) επανέρχεται σε μείωση των επιτοκίων και υπαινίσσεται ότι μπορεί να προβεί σε νέα μείωση και πάλι φέτος προκειμένου να διασφαλίσει  την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ από την γενικότερη επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Από τους 10 αξιωματούχους –  μέλη της Fed  οι οκτώ ψήφισαν να μειωθεί το επιτόκιο αναφοράς από 2,25% σε 2%, κατά ένα τέταρτο δηλαδή της ποσοτιαίας μονάδας. Εξαίρεση απετέλεσαν δύο αξιωματούχοι  και συγκεκριμένα η πρόεδρος της Fed του Κάνσας Σίτι Esther George και ο Eric Rosengren της Βοστώνης, που ψήφισαν κατά της περικοπής.

Με την απόφαση αυτή της Fed επαληθεύθηκαν, τελικά, οι εκτιμήσεις των περισσότερων αναλυτών αλλά και επενδυτών της Wall Street και άλλων διεθνών αγορών, περί μείωσης των επιτοκίων.

Οι εκτιμήσεις, πάντως αναφέρουν ότι η μείωση αυτή θα δυσαρεστήσει  τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος με μηνύματα μέσω twitter την Τρίτη ανέφερε ότι επιθυμούσε μια  «μεγάλη περικοπή», της τάξεως του 0,50%. Αλλωστε, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ είχε πολλές φορές ασκήσει πολιτικές πιέσεις τόσο στον Τζερόμ Πάουελ αλλά και στα υπόλοιπα μέλη της Fed μη διστάζοντας να τους αποκαλέσει και «τρελούς τραπεζίτες» επειδή δεν προέβαιναν σε μείωση των επιτοκίων τους προηγούμενους μήνες.

Οι αξιωματούχοι της Federal Reserve ανακοίνωσαν επίσης ότι θα σταματήσουν να συρρικνώνουν το χαρτοφυλάκιο των assets της τράπεζας αξίας 3,8 τρισ. δολαρίων την Πέμπτη, ήτοι δύο μήνες νωρίτερα του αναμενόμενου.

Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, η ανακοίνωση της Fed αφήνει «ανοιχτή πόρτα» για περαιτέρω μείωση των επιτοκίων τους προσεχείς μήνες, αφού , όπως αναφέρει:

«Καθώς η επιτροπή επεξεργάζεται το μελλοντικό μονοπάτι των επιτοκίων των ομοσπονδιακών κεφαλαίων, θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις επιπτώσεις των εισερχόμενων στοιχείων για τις οικονομικές προοπτικές και θα δράσει κατά το πώς κρίνει κατάλληλο για να διατηρήσει την οικονομική μεγέθυνση».

Οι αγορές ανέμεναν από την Fed να μειώσει τα επιτόκια κατά τουλάχιστον 25 μονάδες βάσης και αναμένουν εναγωνίως τυχόν ενδείξεις για το τι θα κάνει η κεντρική τράπεζα στη συνέχεια. Τον Ιούνιο 17 αξιωματούχοι άφησαν να εννοηθεί ότι αναμένεται μείωση των επιτοκίων κατά 0,5% έως τα τέλη του έτους, γεγονός που υποδηλώνει σημαντική στήριξη για τουλάχιστον μία ακόμη μείωση.

Η απόφαση μείωσης των επιτοκίων σχετίζεται κατά ένα μέρος με τους φόβους για μια άμεσο “φρένο” στην ανάπτυξης και κατά ένα άλλο μέρος με την αδυναμία των κεντρικών τραπεζών να παράγουν περισσότερο πληθωρισμό, ο οποίος λαμβάνεται ως ένδειξη υγιούς οικονομικής ζήτησης. Οι αξιωματούχοι δικαιολόγησαν τη μείωση των επιτοκίων, επικαλούμενοι “τις επιπτώσεις των παγκόσμιων εξελίξεων για το οικονομικό outlook καθώς και τις ‘βουβές’ πληθωριστικές πιέσεις”, στην ανακοίνωση.

Η σημερινή κίνηση ακύρωσε την απόφαση αύξησης των επιτοκίων του Δεκεμβρίου, την οποία η Fed προώθησε σε μια περίοδο στην οποία πίστευε ότι τα επιτόκια ήταν αρκετά χαμηλά για να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Έκτοτε ο πληθωρισμός έχει κατεβάσει ρυθμούς.

Η μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τερματίζει την προσπάθεια της κεντρικής τράπεζας τα τελευταία τέσσερα χρόνια να επιστρέψει τη νομισματική πολιτική στα πρότυπα που επικρατούσαν πριν την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008.

Για την αντιμετώπιση της κρίσης η Fed, εκτός από τη μείωση των επιτοκίων κοντά στο μηδέν, αγόρασε πάνω από $3,5 τρισ. σε κρατικά ομόλογα και ενυπόθηκα ομόλογα για να τονώσει την ανάπτυξη.

Όταν είχε ξεκινήσει τότε τις παρεμβάσεις της, οι αξιωματούχοι της Fed περίμεναν τα επιτόκια να επιστρέψουν σταδιακά σε ένα επίπεδο μεταξύ 3% και 4% και το χαρτοφυλάκιο της κεντρικής τράπεζας να συρρικνωθεί στα $1,5 με $2,5 τρισ.

Η εμπορική διένεξη των ΗΠΑ με την Κίνα οδήγησε ωστόσο την Fed να “παγώσει” την ομαλοποίηση της νομισματικής της πολιτικής.

Σημειώνεται ότι την τελευταία φορά που η Fed ξεκίνησε τις μειώσεις των επιτοκίων της, το Σεπτέμβριο του 2007, τα επιτόκια ήταν στο 5,25%. Στο μεταξύ, η Fed θα διατηρήσει ένα χαρτοφυλάκιο $3,8 τρισ. ήτοι περίπου το 18% του ΑΕΠ από μόλις $800 δισ. ή περίπου το 5% του ΑΕΠ στο τέλος του 2007.