«Για να καταλάβετε την τέχνη του πολέμου, μελετήστε τις μάχες του παρελθόντος– γιατί στις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους βρίσκονται τα πρότυπα της νίκης και της ήττας» έγραψε πριν 2.500 χρόνια ο Κινέζος στρατηγός Σουν Τζου, συγγραφέας της «Τέχνης του Πολέμου», μιας διαχρονικής πραγματείας για τη στρατηγική και την ηγεσία που διδάσκεται ακόμη και σήμερα.
Αλλά και ο Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος Νικολό Μακιαβέλι, το 1513 στην πραγματεία του για την εξουσία με τίτλο «Ο Ηγεμόνας» έγραψε ότι «η ιστορία είναι ο δάσκαλος της ζωής- από τις πράξεις των προηγούμενων ηγετών, συλλέγουμε σοφία για το παρόν και το μέλλον, αναγνωρίζοντας τόσο τις παγίδες όσο και τους δρόμους προς την εξουσία».
Δεν γνωρίζουμε εάν ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εντρυφήσει στα πονήματα αυτά, αλλά ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ με την Κίνα έρχεται σε αντίθεση με την αρχή του Σουν Τζου ότι «η ύψιστη τέχνη του πολέμου είναι να υποτάξεις τον εχθρό χωρίς να πολεμήσεις».
Σε κάθε περίπτωση, ο εμπορικός πόλεμος που ξεκίνησε ο πρόεδρος των ΗΠΑ στις αρχές του 2018, κατά την πρώτη του προεδρία, έχει πολλά να μας διδάξει για τις συνέπειες που είχε για τις ΗΠΑ αλλά και τις χώρες που έγιναν στόχος, όπως κυρίως η Κίνα.
Οι δασμοί της περιόδου 2018-2019, που αφορούσαν το χάλυβα, το αλουμίνιο, ηλιακά πάνελ αλλά και πλυντήρια ρούχων, επιβλήθηκαν κυρίως στην Κίνα αλλά και την Ε.Ε. τον Καναδά και το Μεξικό και προκάλεσαν και αντίποινα.
Επηρεάστηκαν κυρίως οι εισαγωγείς και οι καταναλωτές των ΗΠΑ, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επωμιστούν το αυξημένο κόστος των αγαθών από την Κίνα, καθώς δεν υπήρχαν εναλλακτικές και ήταν δύσκολο να αντικατασταθούν αυτά τα εισαγόμενα αγαθά.
Οι μεγαλύτεροι δασμοί, όπως το αρχικό 20% στα πλυντήρια ρούχων, είχαν άμεσο αντίκτυπο στις τιμές των καταναλωτών. Αντίθετα, οι μικρότεροι δασμοί του 10% χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να περάσουν στους καταναλωτές και έγιναν πιο έντονοι μόνο όταν αυξήθηκαν στο 25%.
Αν και ο εμπορικός πόλεμος μείωσε ελαφρώς το πραγματικό εισόδημα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Κίνα, ο συνολικός οικονομικός αντίκτυπος σε σχέση με το ΑΕΠ ήταν μικρός.
Οι δασμοί όμως δεν κατάφεραν να αναζωογονήσουν τις θέσεις εργασίας στη μεταποίηση των ΗΠΑ όπως ήταν ο αρχικός κόστος.
Οι εταιρείες μετέφεραν τις προμήθειες σε άλλες χώρες, όπως το Βιετνάμ, αντί να μεταφέρουν την παραγωγή στις ΗΠΑ, λόγω της έλλειψης ανεκμετάλλευτης παραγωγικής ικανότητας στο αμερικανικό έδαφος η οποία θα μπορούσε να καλύψει το κενό.
Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και σήμερα, καθώς οι σύγχρονες παραγωγικές διαδικασίες είναι λιγότερο ενεργοβόρες και πιο τεχνολογικά εξελιγμένες από τις παλιές βιομηχανίες των ΗΠΑ που έχουν παρακμάσει.
Είναι αμφίβολο, δηλαδή, ότι ακόμα κι αν κάποια εργοστάσια θελήσουν να επιστρέψουν στις ΗΠΑ θα πάνε στο Ντιτρόιτ που ήταν το κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας τη δεκαετία του 1960 και του 1970 αλλά έχει πληγεί από την αποβιομηχάνιση, οπότε πιθανόν να αναζητήσουν άλλες περιοχές με ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Οι ανταποδοτικοί δασμοί της Κίνας το 2018-2019 είχαν ως στόχο τη γεωργία των ΗΠΑ, επιβάλλοντας δασμούς έως και 25% σε προϊόντα όπως η σόγια, το καλαμπόκι, το σιτάρι, το χοιρινό και το βόειο κρέας.
Αυτό οδήγησε σε μείωση της απασχόλησης στην αγροτικό τομέα των ΗΠΑ, αλλά και σε συναφείς κλάδους όπως οι μεταφορές και τα logistics.
Το σοκ στην προσφορά και στη ζήτηση
Το «κλειδί» σε έναν εμπορικό πόλεμο είναι ο μηχανισμός που διαταράσσει την προσφορά και τη ζήτηση και ο βαθμός στον οποίο μια οικονομία είναι εκτεθειμένη σε κάθε ένα από τα δύο σοκ.
Οι δασμοί του Τραμπ φέρνουν τις ΗΠΑ σε έναν εμπορικό πόλεμο με σχεδόν όλους τους εμπορικούς εταίρους της, ενώ, αντίθετα, κάθε άλλη χώρα έχει αντιπαράθεση μόνο με τις ΗΠA.
Αυτή η ασυμμετρία υπονομεύει την υπόθεση ότι οι ΗΠΑ έχουν τη μεγαλύτερη ισχύ σε αυτήν την αντιπαράθεση.
Σοκ στην προσφορά και πληθωριστικές πιέσεις
Οι δασμοί των ΗΠΑ λειτουργούν ως φόρος επί των εισαγωγών, αυξάνοντας το κόστος για τους εγχώριους εισαγωγείς και τελικά τους καταναλωτές. Αυτός ο μηχανισμός επηρεάζει την προσφορά αγαθών και μοιάζει με τις διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κόβιντ, όπου το υψηλότερο κόστος εισροών οδήγησε τον πληθωρισμό προς τα πάνω.
Για παράδειγμα, οι δασμοί στα κινεζικά προϊόντα που κυμαίνονταν από 10% έως 25% κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας Τραμπ έχει αποδειχθεί ότι αύξησαν τις τιμές σε τομείς όπως τα ηλεκτρονικά είδη και οι οικιακές συσκευές. Μια μελέτη του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ (NBER) υπολόγισε ότι οι καταναλωτές των ΗΠΑ επωμίστηκαν περίπου 16,8 δισεκατομμύρια δολάρια λόγω αυτών των δασμών.
Ο πληθωριστικός αντίκτυπος μειώνει τα πραγματικά εισοδήματα, περιορίζει τις καταναλωτικές δαπάνες και επιβραδύνει την αύξηση του ΑΕΠ. Κατά τη διάρκεια της κορύφωσης του εμπορικού πολέμου το 2019, η αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ επιβραδύνθηκε στο 2,3%, γεγονός που αποδίδεται εν μέρει στη μειωμένη κατανάλωση λόγω της εισαγόμενης ακρίβεια.
Οι ανταποδοτικοί δασμοί από άλλα έθνη επιτείνουν αυτές τις επιπτώσεις δημιουργώντας αμοιβαία σοκ στην προσφορά στις δικές τους οικονομίες.
Για παράδειγμα, η Κίνα επέβαλε δασμούς 25% στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων των ΗΠΑ, όπως η σόγια, αναγκάζοντας τους Αμερικανούς αγρότες να μειώσουν τις τιμές για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί.
Αυτό οδήγησε σε πτώση των τιμών της σόγιας κατά 7% σε παγκόσμιο επίπεδο και σε σημαντική ζημιά για τους Αμερικανούς αγρότες, γεγονός που ανάγκασε την κυβέρνηση να παράσχει ομοσπονδιακή βοήθεια ύψους 28 δισεκατομμυρίων δολαρίων μεταξύ 2018 και 2020. Αυτή η βοήθεια, όμως, διοχετεύτηκε άνισα και δεν αντιστάθμισε τη ζημιά στις πιο πληγείσες περιοχές.
Το σοκ στη ζήτηση
Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ μειώνει επίσης τη ζήτηση για εισαγωγές αυξάνοντας τις τιμές τους στην αμερικανική αγορά.
Για οικονομίες με μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα, όπως η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), αυτό δημιουργεί σημαντικά προβλήματα.
Γιαυτό και σήμερα η Ε.Ε. ως καθαρός εξαγωγέας προς τις ΗΠΑ, είναι επιφυλακτική ως προς την επιβολή αντιποίνων με δικούς της δασμούς, αναγνωρίζοντας ότι τέτοιες ενέργειες θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις οικονομικές της απώλειες.
Αντίθετα, η Κίνα έχει ακολουθήσει μια πιο συγκρουσιακή προσέγγιση λόγω της γεωπολιτικής της αντιπαλότητας με τις ΗΠΑ, ακόμη και σε βάρος της οικονομικής ζημιάς που θα υποστεί.
Οι ΗΠΑ, αν και έχουν εμπορικό έλλειμμα και εξαρτώνται λιγότερο από τις εξαγωγές σε σχέση με χώρες όπως η Γερμανία ή η Κίνα, δεν είναι απρόσβλητες από τους κλυδωνισμούς της ζήτησης που προκαλούνται από τους ανταποδοτικούς δασμούς των τελευταίων.
Για παράδειγμα, οι δασμοί της Κίνας στα αμερικανικά γεωργικά προϊόντα οδήγησαν σε απότομη μείωση των αμερικανικών εξαγωγών σόγιας σε μία από τις μεγαλύτερες αγορές της.
Αν και οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν μόνο το 12% περίπου του ΑΕΠ των ΗΠΑ σε σύγκριση με πάνω από 40% για τη Γερμανία ή 20% για την Κίνα, ο σωρευτικός αντίκτυπος ενός «εμπορικού πολέμου προς όλες τις κατευθύνσεις» που κάνουν οι ΗΠΑ είναι σημαντικός, εφόσον όλοι οι εμπορικοί εταίροι επιβάλλουν ταυτόχρονα αντίποινα.
Ο παγκόσμιος χαρακτήρας αυτού του εμπορικού πολέμου δημιουργεί και συστημικούς κινδύνους καθώς διαταράσσονται οι αλυσίδες εφοδιασμού.
Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια πολλές επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει την παραγωγή από την Κίνα σε χώρες όπως το Βιετνάμ ή το Μεξικό αλλά αυτή η αναδιάρθρωση σημαίνει ότι το κόστος αυξάνεται και μετακυλίεται στους καταναλωτές.
Επιπλέον, η αβεβαιότητα που περιβάλλει την εμπορική πολιτική μειώνει τις επενδύσεις παγκοσμίως. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Moody’s Analytics, ο εμπορικός πόλεμος το 2019 μείωσε μόνο τη χρονιά εκείνη κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Διαβάστε ακόμη
Εμπορικές εντάσεις: Οι δασμοί Τραμπ και οι σχέσεις της ΕΕ με την Κίνα
Ανάλυση CNN: Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ με την Κίνα χτύπησε και τους αγρότες που τον ψήφισαν
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.