Για περισσότερο από έναν χρόνο, Αμερικανοί βουλευτές προσπαθούν να κλείσουν ένα κρίσιμο νομικό κενό που επιτρέπει στην Κίνα να παρακάμπτει τις αμερικανικές απαγορεύσεις εξαγωγών ισχυρών μικροτσίπ τεχνητής νοημοσύνης. Αντί να τα προμηθεύεται απευθείας, τα νοικιάζει μέσω υπηρεσιών cloud από εταιρείες όπως η Amazon και η Microsoft, αξιοποιώντας τη χαλαρότητα του υφιστάμενου πλαισίου.
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να περιοριστεί αυτή η πρακτική, το Κογκρέσο έχει αποτύχει τέσσερις φορές να θεσπίσει αποτελεσματικά μέτρα, υπό το βάρος έντονων πιέσεων από περισσότερους από 100 λομπίστες των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών.
Με αφορμή τη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Σι Τζινπίνγκ, το ζήτημα των εξαγωγών αμερικανικής τεχνολογίας προς την Κίνα επανέρχεται στο προσκήνιο, φωτίζοντας μια μακρά ιστορία αντιφάσεων και πολιτικών παραλείψεων. Σύμφωνα με νέα έρευνα του Associated Press, διαδοχικές κυβερνήσεις τόσο Δημοκρατικών όσο και Ρεπουμπλικανών όχι μόνο επέτρεψαν, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις διευκόλυναν ενεργά τη συνεργασία αμερικανικών εταιρειών με κινεζικούς κρατικούς φορείς επιτήρησης και αστυνόμευσης.
Πώς η Κίνα εκμεταλλεύεται τα κενά του αμερικανικού νόμου
Παρά τις διακομματικές εκκλήσεις για δράση, το Κογκρέσο «κλείνει τα μάτια» σε μηχανισμούς που επιτρέπουν στην Κίνα να παρακάμπτει τους περιορισμούς, αξιοποιώντας ενδιάμεσους προμηθευτές, cloud υπηρεσίες και παραθυράκια στις κυρώσεις που θεσπίστηκαν μετά τη σφαγή της Τιενανμέν. Μόνο το 2024, κινεζικές εταιρείες αγόρασαν εξοπλισμό κατασκευής τσιπ αξίας 20,7 δισ. δολαρίων από αμερικανικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση επιτροπής του Κογκρέσου ποσό που αποκαλύπτει το μέγεθος της οικονομικής διασύνδεσης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Η απροθυμία για ουσιαστική παρέμβαση αντανακλά, όπως επισημαίνει το AP, την τεράστια επιρροή του τεχνολογικού λόμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπό την κυβέρνηση Τραμπ, αυτή η σχέση έχει γίνει ακόμη πιο στενή, καθώς ο πρόεδρος έχει επιδιώξει μια πρωτόγνωρη «συμφιλίωση» με τη Σίλικον Βάλεϊ.
Το «παζάρι» Τραμπ – Σίλικον Βάλεϊ
Τον Αύγουστο, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε μια πρωτοφανή συμφωνία με τις Nvidia και AMD, η οποία προβλέπει μερική άρση των περιορισμών εξαγωγής τσιπ προς την Κίνα με αντάλλαγμα 15% των εσόδων για το αμερικανικό κράτος. Την ίδια περίοδο, η κυβέρνηση απέκτησε 10% μετοχικό μερίδιο στην Intel, αξίας περίπου 11 δισ. δολαρίων, επιχειρώντας να συνδέσει τα δημόσια έσοδα με την κερδοφορία των τεχνολογικών εταιρειών.
Αναλυτές ασφάλειας προειδοποιούν ότι τέτοιες κινήσεις ενδέχεται να ενισχύσουν τις κινεζικές στρατιωτικές δυνατότητες, καθώς τα τσιπ χρησιμοποιούνται από τον στρατό και τις υπηρεσίες πληροφοριών του Πεκίνου. Ο πρώην ηγέτης των φοιτητών της Τιενανμέν, Ζου Φενγκσού, σήμερα Αμερικανός πολίτης, δήλωσε στο AP πως οι ΗΠΑ επιτρέπουν στις ίδιες τους τις εταιρείες να ενισχύουν ένα καθεστώς μαζικής παρακολούθησης.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε λομπίστες που επηρεάζουν τη νομοθεσία για το εμπόριο με την Κίνα. Οι ίδιες εταιρείες υποστηρίζουν ότι οι περιορισμοί πλήττουν την ανταγωνιστικότητά τους και ενθαρρύνουν την Κίνα να αναπτύξει δική της τεχνολογία.
Η Nvidia έχει δηλώσει πως «οι απαγορεύσεις ωφελούν μόνο τον ανταγωνισμό», ενώ η Intel επιμένει ότι συμμορφώνεται με την πολιτική εξαγωγών.
Παρά τις κυρώσεις, κινεζικές εταιρείες όπως η Dahua και η Hikvision, γνωστές για τον ρόλο τους στην καταστολή των Ουιγούρων στο Σιντζιάνγκ, εξακολουθούν να χρησιμοποιούν υπηρεσίες cloud των Amazon και Microsoft για την ανάπτυξη λογισμικού παρακολούθησης. Η Microsoft αρνήθηκε οποιαδήποτε συνεργασία, ενώ η OpenAI δήλωσε ότι εφαρμόζει αυστηρές πολιτικές αποκλεισμού πρόσβασης από την Κίνα.
Από την Τιενανμέν έως σήμερα – τρεις δεκαετίες αδράνειας
Από το 1989 και τη σφαγή της Τιενανμέν μέχρι σήμερα, καμία αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να κλείσει τα νομικά παραθυράκια που επιτρέπουν τη μεταφορά τεχνολογίας παρακολούθησης στο Πεκίνο. Το 2006, ο Ρεπουμπλικανός Κρις Σμιθ παρουσίασε το νομοσχέδιο Global Online Freedom Act, με στόχο τον περιορισμό της συμμετοχής αμερικανικών εταιρειών στην κινεζική επιτήρηση. Ωστόσο, οι πιέσεις του τεχνολογικού λόμπι το βύθισαν στη λήθη πριν καν φτάσει στην ολομέλεια.
«Τα λεφτά μιλούν», είχε δηλώσει ο Σμιθ χρόνια αργότερα. «Πουλάμε σε μια εχθρική δύναμη την ικανότητα να μας καταστρέψει». Παρόμοια στάση κράτησαν και οι επόμενες κυβερνήσεις: επί Τζορτζ Μπους, το Υπουργείο Εμπορίου διοργάνωσε σεμινάρια με τίτλο “Πώς να πουλήσεις στην κινεζική αγορά ασφαλείας”, ενώ επί Μπαράκ Ομπάμα, πρώην λομπίστες του κλάδου ανέλαβαν θέσεις-κλειδιά στη χάραξη πολιτικής.
Το 2010, παρά τις προειδοποιήσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Σιντζιάνγκ, ο πρέσβης Τζον Χάντσμαν ενθάρρυνε επενδύσεις «έξυπνων πόλεων» στην Κίνα. Αργότερα, ο υφυπουργός Εμπορίου Κέβιν Γουλφ επιχείρησε να επιβάλει αυστηρούς ελέγχους στις εξαγωγές συστημάτων παρακολούθησης, προειδοποιώντας πως «η μαζική επιτήρηση μπορεί να γίνει με καθημερινά προϊόντα». Το σχέδιο εγκαταλείφθηκε ως «περίπλοκο».
Επί της πρώτης προεδρίας Τραμπ, ενισχύθηκαν οι έλεγχοι αλλά οι πωλήσεις συνεχίστηκαν. Το 2021, ο Τζο Μπάιντεν χαρακτήρισε τις κινεζικές εταιρείες παρακολούθησης «σοβαρή απειλή», όμως το νέο πλαίσιο περιορισμών πάγωσε ύστερα από πιέσεις του Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Η μαρτυρία της Γκουλμπαχάρ Χαϊτιγουάτζι, μιας γυναίκας που φυλακίστηκε για περισσότερα από δύο χρόνια σε στρατόπεδα στο Σιντζιάνγκ, αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά της τεχνολογίας. Σύμφωνα με την ίδια, οι αμερικανικές τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπου συνέβαλαν στην ταυτοποίησή της ως «τρομοκράτισσας». «Είναι τραγικό», λέει, «που οι Ηνωμένες Πολιτείες, γνωρίζοντας τις συνέπειες, συνεχίζουν να πουλούν τεχνολογία που ενισχύει την καταστολή».
Διαβάστε ακόμη
Η Spotify σπάει τα ρεκόρ: 713 εκατ. χρήστες και νέα εποχή με αλλαγή ηγεσίας
Η μέθοδος των 2 λεπτών: Ο απλός τρόπος για να μειώσουμε την αναβλητικότητα
Ο Mr «Big Short» ξαναχτυπά: Έβαλε στο στόχαστρο Nvidia, Palantir με put options $1,1 δισ.
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.